30/12/10

Άνοιξε τα παράθυρα, βρωμάει μοναξιά… (διήγημα)

Αφιερώνεται σε όλους εκείνους που νιώθουν
πως δεν έχουν κανένα λόγο να είναι χαρούμενοι τις φετινές Γιορτές.
 
Η βροχή δεν τον άφησε να κοιμηθεί το βράδυ. Δεν είχε όμως κουραστεί. Τα γηρατειά δεν του επέτρεπαν να κοιμηθεί περισσότερο. Άλλωστε δεν το επιθυμούσε. Βιαζόταν ν’ έρθει το πρωί. Να ξημερώσει η σημερινή μέρα. Παραμονή των Χριστουγέννων. Όλα τα είχα κανονίσει εδώ και μέρες. Είχε βγάλει το σχέδιο στο μυαλό του, απλά έπρεπε όλα να γίνουν όπως τα είχε φανταστεί.
Μια βαλίτσα με ελάχιστα ρούχα. Τα άκρως απαραίτητα για μία ή δυο μέρες. Τι χρειάζεται ένας γέρος άνθρωπος για δυο μέρες. Είχε βάλει και την μεταξωτή πιτζάμα που του είχε πάρει δώρο η κόρη του από την Πόλη, την Κωνσταντινούπολη, σε ένα ταξίδι της. Τότε τις καλές μέρες που τον λάτρευε και τον αγαπούσε καθώς έλεγε. Γιατί τώρα εδώ και 2 χρόνια τον έχει εγκαταλείψει. Δεν μπόρεσε βλέπεις να βρει λεφτά ώστε να της αγοράσει αμάξι. Δεν μπορούσε. Προσπάθησε. Πίστεψε ότι θα έβρισκε τα λεφτά που του ζητούσε, αλλά δεν τα μάταια. Της εξήγησε. Μια σύνταξη έπαιρνε και αυτή ελάχιστη, που να φτάσει. Σύνταξη απλά επιβίωσης. Δεν του επέτρεπε να βάλει τίποτε στην άκρη. Από τον καιρό δε που κοιμήθηκε και η γυναίκα του, τα πράγματα δυσκόλεψαν σε όλα τα επίπεδα. Οικονομικά και κυρίως ψυχολογικά. Παρά ταύτα η κόρη του δεν έλεγε να καταλάβει. Θεώρησε ότι δεν την νοιάζεται και ότι δεν την αγαπάει. Ότι δεν θυσιάζετε γι αυτή. Τον εγκατέλειψε. Η μοναξιά του ήταν αβάσταχτη. Μπορούσε πλέον να καταλάβει, να νοιώσει ως βίωμα, ως εμπειρία, ότι εάν υπάρχει κόλαση, τότε ήταν σίγουρος ότι αυτή θα ήταν η αιώνια μοναξιά. Να μην μπορείς να μιλήσεις με έναν άνθρωπο. Να πεις δυο κουβέντες. Να αισθανθείς ότι σε αγαπάνε, ότι κάποιος σε νοιάζεται, ενδιαφέρεται για σένα. Να αισθανθείς ένα χάδι, ένα ακούμπημα, μια ανθρώπινη παρουσία και θαλπωρή. Για αυτόν πλέον το μεγαλύτερο θαύμα στην ζωή του, η μεγαλύτερη Θεοφάνεια, ήταν ένας άνθρωπος. Θυμόταν και τα λόγια από τον Γεροντικό που συχνά διάβαζε «είδες Γέροντα ποτέ κάποιο θαύμα, ρώτησαν ένα ασκητή, Ναι απάντησε εκείνος, έναν άνθρωπο…..»
Έναν άνθρωπο ήθελε δίπλα του, να ακούει μια μιλιά, να ‘ χει ένα χέρι να κρατά. Αν υπήρχε Θεός αυτός, θα είχε μάτια, κορμί, μιλιά. Γι αυτό έλεγε και ξανάλεγε στο καφενείο τις λίγες φορές που τα κατάφερνε και πήγαινε, ιδιαίτερα τις καλοκαιρινές μέρες.
-Είναι μεγάλη υπόθεση η πίστη μας. Ένας Θεός έγινε άνθρωπος, όπως εμάς σαν και εμάς, ένας από εμάς. Δικός μας άνθρωπος. Της ιστορία μας, του κόσμου μας. Καταλαβαίνεται ο Θεός άνθρωπος.
Για αυτό είχε πάρει την απόφαση φέτος τα Χριστούγεννα να τα περάσει μαζί με άλλους ανθρώπους. Όχι μόνος. Όχι άλλες γιορτές στην μοναξιά. Βρωμάει η μοναξιά. Μυρίζει θάνατο.
Θα δημιουργούσε ένα ατύχημα, και θα πήγαινε στο νοσοκομείο. Εκεί δεν θα ήταν μόνος. Θα ήταν σε ένα θάλαμο γεμάτο ανθρώπους. Γιορτινά και χαρούμενα έστω και σε νοσοκομείο. Πολύ καλύτερα από την μοναξιά, την βουβαμάρα του σπιτιού, την άσχημη μυρωδιά της μοναξιά που είχε πλέον ποτίσει όλους τους χώρους του. Στο νοσοκομείο λοιπόν μαζί με ανθρώπους. Όχι μόνος. Αυτό ήταν ότι καλύτερο ποθούσε η καρδιά του γι΄ αυτές τις μέρες.
Έτοιμη λοιπόν η βαλίτσα του. Έσπασε και μερικά πιάτα να φαίνεται ότι ζαλίστηκε και έπεσε από το τραπέζι, και του έμενε πλέον μόνο η πιο γενναία και επώδυνη πράξη του έργου, να χτυπήσει με ένα αντικείμενο το κεφάλι του. Να φανεί ως ατύχημα και έπειτα να βάλει τις βάλει τις φωνές. Κάποιος από τους αδιάφορους γείτονες θα το άκουγε και για να γλυτώσουν την ευθύνη θα φώναζαν το ασθενοφόρο, έτσι όλα θα τον οδηγούσαν για Χριστούγεννα στο νοσοκομείο.
Δεν είχε όμως τελειώσει τις τελευταίες σκέψεις για το φιλόδοξο σχέδιο του, και άκουσε κλειδιά και τσαχαλίσματα στην πόρτα του. Ποιος να ήταν άραγε? Δεν περίμενα κανένα. Αυτή την πόρτα τουλάχιστον τα τελευταία 2 χρόνια εκτός από αυτόν και τα βαριαναστενάγματα του δεν είχε διαβεί κανείς άλλος. Φοβήθηκε και γεμάτος απορία κινήθηκε να ανοίξει. Να δει τι συμβαίνει.
Δεν πρόλαβα όμως, λίγο πριν πιάσει το πόμολο, η πόρτα άνοιξε βίαια κάνοντας ένα δυνατό θόρυβο, σαν κάποιος να ήθελε να την παραβιάσει.
Ένας νεαρός άντρας είχε εισβάλει μέσα στο σπίτι.
- Μη κουνιέσαι γέρο και μην μιλάς.
- Ποιος είσαι, τι θες; Βοήθειααα…
- Σταμάτα σου λέω να φωνάζεις δεν θα σε πειράξω. Σου δίνω τον λόγο μου.
- Τι θέλεις παιδί μου. Λεφτά; Δεν έχω.
- Τίποτα δεν θέλω, μπήκα να κλέψω και θέλω να πάρεις τηλέφωνο την αστυνομία.
- Κάτσε μισό λεπτό. Μπήκες να κλέψεις και θέλεις να πάρω την αστυνομία;
- Τα λες ρε παιδί μου. Πιωμένος είσαι; Δηλαδή στα αλήθεια θες να πάρω την αστυνομία, παραδίδεσαι; Τι σόι κλέφτης είσαι εσύ. Μπαίνεις μέσα να κλέψεις, βλέπεις ένα γέρο άνθρωπο ανήμπορο και χωρίς να κάνεις τίποτα, καμία κίνηση μου λες, ήρθα να κλέψω πάρε τηλέφωνο την αστυνομία. Τι σόι κλεψιά είναι αυτή; Τι κλέφτης είσαι εσύ; Άλλο πάλι και τούτο χρονιάρες μέρες.
- Κοίτα παππού άσε τα λόγια και πάρε την αστυνομία να πεις ότι κρατάς έναν νέο άνθρωπο, ένα ληστή που αποπειράθηκε να σε κλέψει. Πες και ότι άλλο θέλεις, αρκεί να με καταγγείλεις. Σε παρακαλώ, Χάρι θα μου κάνεις, υποχρέωση θα σου έχω. Σε παρακαλώ.
- Με παρακαλείς; Υποχρέωση; Χάρι θα σου κάνω; τι είναι όλα αυτά ρε λεβέντη, θα με τρελάνεις. Τι συμβαίνει θα μου πεις;
- Σε παρακαλώ παππού άσε τα λόγια και πάρε την αστυνομία, στα πόδια σου πέφτω, και με μιας ο μικρός μάγκας έπεσε καταγής παρακαλώντας τον παππούλη να πάρει τηλέφωνο.
- Καλά ρε παιδί μου θα πάρω, άμα είναι να με παρακαλείς και μάλιστα γονατιστός, θα πάρω. Αλλά θέλω να μου πεις το γιατί, αλλιώς πίστεψε με δεν θα το κάνω.
- Παππού είμαι μόνος!!! Δεν έχω οικογένεια. Ο πατέρας μου μας έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια. Φτώχεια, χρέη, τράπεζες, ανεργία, έφεραν γρίνια και μεγάλα προβλήματα. Μαλώματα με τη μάνα μου. Ξύλο, ποτό κ.α. Έτσι χώρισαν. Αυτός εξαφανίστηκε. Πήγε λένε σε άλλη χώρα. Τον χάσαμε. Η μάνα δεν άντεξε. Δεν μπορούσε να με μεγαλώσει. Κύλησε στην πορνεία. Ξέρεις, βίζιτες και τέτοια. Κάθε μέρα το μικρό σπίτι μας γινόταν μπ……λο. Δε το άντεξα και έφυγα. Από τότε ζω μόνος. Πάνε μερικά χρόνια. Πότε εδώ και πότε εκεί. Αλλά πάντα στους δρόμους ή σε τίποτα καταλήψεις. Αλλά δε μπορώ άλλο παππού. Η μοναξιά με γέρασε. Δεν μπορώ άλλο. Ειδικά κάθε χρόνο αυτές τις μέρες, τις γιορτινές που λένε, ζω στην κόλαση.
Έτσι σκέφτηκα φέτος να μην μείνω μόνος. Είπα να κάνω μια κλοπή - γιατί για κάτι άλλο δεν το λέει η καρδιά μου- και έτσι να μπω στη φυλακή. Εκεί θα έχω παρέα. Έχω ξανακάνει φυλακή. Κόλαση και εκεί. Φρίκη. Αλλά τουλάχιστον έχεις έναν άνθρωπο να πεις μια κουβέντα. Ακούς μια μιλιά. Εδώ, έξω, δεν έχω τίποτα. Δεν με περιμένει κανείς. Είμαι μόνος. Για αυτό σου λέω παππού, πάρε τηλέφωνο, χάρι θα μου κάνεις. Καλό θα κάνεις γέρο.
Ο παππούς είχε βουρκώσει. Τα γέρικα ποδάρια του είχαν αρχίσει να μην το βαστούν. Έτρεμε ολόκληρος.
- Σε καταλαβαίνω παιδί μου είπε, και τον άρπαξε στην αγκαλιά του, που τόσο είχε λείψει από την ζωή και των δυο.
- Κοίτα επειδή ξέρω από μοναξιά θα σου κάνω το χατίρι. Αλλά θέλω και εσύ με την σειρά σου, να μου κάνεις ένα θέλημα.
- Τι ρε γέρο, ότι θέλεις, αρκεί να πάρεις τηλέφωνο.
- Ναι θα πάρω, το είπαμε αυτό, αλλά θέλω και εσύ να με χτυπήσεις στο κεφάλι ίσα ίσα για να ξεματώσει. Θα το κάνεις;
- Μα τι λές τώρα, γιατί ;
- Για τους ίδιους λόγους παλληκάρι μου που και εσύ θέλεις να πάρω τηλέφωνο την αστυνομία και να πας στην φυλακή. Η μοναξιά αγόρι μου. Αυτή η απίστευτη οδύνη της μοναξιάς. Να πας εσύ στη φυλακή αφού το θες, αλλά να πάω και εγώ στο νοσοκομείο. Να κάνουμε και οι δυο Χριστούγεννα με ανθρώπους.
Σε λίγο κάτω από το σπίτι είχε φτάσει ένα περιπολικό και ένα ασθενοφόρο. Και στα δυο θα επιβιβαζόταν η μοναξιά. Λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες των αυτοκινήτων και οι δυο τους κοιτάχτηκαν, έκλεισε ο ένας το μάτι στον άλλο και φώναξαν δυνατά, Καλά Χριστούγεννα.

28/12/10

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΥ

Την Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010, το απόγευμα, στο Ενοριακό μας Κέντρο, τα παιδιά του Κατηχητικού Σχολείου της ενορίας μας, κόντρα στην παγωνιά και στην κακοκεφιά που μας είχε δημιουργήση η διάρρηξη στον ιερό ναό ανήμερα των Χριστουγέννων, μέσα σε ζεστή και χαρούμενη ατμόσφαιρα έκαναν την Χριστουγεννιάτικη γιορτή τους.
Με πολύ κέφι παρουσίασαν τραγούδια ποιήματα, μικρά σκετς, με αποκορύφωμα το θεατρικό "Τελικά ο Ηρώδης ήταν αθώος". VIDEO ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ (Α' ΜΕΡΟΣ) και (Β΄ΜΕΡΟΣ).


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ



25/12/10

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕΤ' ΕΜΠΟΔΙΩΝ!

Χιόνια στο καμπαναριό


διαρρήκτες στο ναό........ Χριστουγεννιάτικα! 

Δυσάρεστη έκπληξη μας περίμενε ανήμερα των Χριστουγέννων! 
Είχαμε προγραμματίσει την έναρξη της ακολουθίας, ώρα 7:30 το πρωί και τελικά αρχίσαμε 9:00. Αιτία; Η διάρρηξη που είχε γίνει στο ναό. Παραβιασμένα συρτάρια και ντουλάπια, με το περιεχόμενό τους πεταμένο στο πάτωμα, δεν ήταν και η καλύτερη εικόνα!
Κλήθηκε η αστυνομία για να επιληφθεί της υποθέσεως. Η όλη διαδικασία διήρκησε πάνω από δύο ώρες.
Μετά απ' αυτό ξεκίνησε η Χριστουγεννιάτικη Ακολουθία, με τη συμμετοχή πάρα πολύ κόσμου, παρόλο που οι δρόμοι είχαν μετατραπεί σε πίστες πάγου!





22/12/10

Tο κοριτσάκι με τα σπίρτα

'Eπεφτε χιόνι και κόντευε να νυχτώσει. Ήταν η τελευταία βραδιά του χρόνου, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μέσα σ' εκείνο το κρύο και σ' εκείνο το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο, χωρίς να φοράει τίποτα στο κεφάλι του, ούτε στα πόδια του.
Η αλήθεια είναι πως, όταν βγήκε από το σπίτι της, φορούσε παντούφλες, αλλά δεν της κράτησαν πολύ: ήταν κάτι μεγάλες παντούφλες, που τις είχε λιώσει η μητέρα της, τόσο μεγάλες ώστε η μικρή τις έχασε, καθώς έτρεξε να περάσει το δρόμο, ανάμεσα σε δυο αμάξια που λίγο έλειψε να την χτυπήσουν. Τη μια την έχασε. Την άλλη, τη βρήκε ένα παιδί και την πήρε μαζί του, για να τη δώσει στην αδερφούλα του, να την κάνει κούνια για την κούκλα της.
Το κοριτσάκι βάδιζε ξυπόλητο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Μέσα στην τσέπη της κουρελιασμένης ποδιάς της είχε ένα σωρό σπίρτα. Στο χέρι της κρατούσε κι άλλα κουτιά γεμάτα, γιατί αυτή τη δουλειά έκανε: πουλούσε κουτιά με σπίρτα στους δρόμους.
'Oμως εκείνη την ημέρα δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί, γιατί οι άνθρωποι έτρεχαν να προφυλαχτούν από το κρύο κι από το χιόνι, και κανείς δε στεκόταν για ν' αγοράσει σπίρτα. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί και δεν είχε ούτε μια δεκάρα στην τσέπη της. Το κοριτσάκι πεινούσε και κρύωνε κι ήταν αδύνατο, κι έτρεμε ολόκληρο.
Η καημένη η μικρούλα! Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν στα ξανθά της μαλλιά, που σχημάτιζαν μπούκλες γύρω απ' το λαιμό της. Τα φώτα έκαναν να λάμπουν τα τζάμια των παραθυριών κι έφτανε ως το δρόμο η μυρωδιά από τα πουλερικά που έψηναν στις κουζίνες. Ήταν παραμονή της Πρωτοχρονιάς, σε μια γωνιά, ανάμεσα σε δυο σπίτια.
Το κοριτσάκι πάγωνε όλο και πιο πολύ, αλλά δεν τολμούσε να γυρίσει σπίτι της: θα πήγαινε τα κουτιά με τα σπίρτα, κι ούτε μια δεκάρα. Ο πατέρας της θα τη μάλωνε κι άλλωστε, μήπως και μέσα στο σπίτι της δεν έκανε τόσο κρύο; 'Eμεναν ψηλά, σε μια σοφίτα, κι ο άνεμος φυσούσε ανάμεσα απ' τις τρύπες της σκεπής, μ' όλο που τις πιο μεγάλες τις είχανε βουλώσει με άχυρο και με κουρέλια.
Τα καημένα τα χεράκια της δεν τα' νιωθε πια από το πολύ το κρύο. 'Eνα σπίρτο θα τα ζέσταινε λιγάκι. Αν τολμούσε να βγάλει ένα, μονάχα ένα, απ' το κουτί και να τ' ανάψει να ζεστάνει τα δάχτυλά της; Τράβηξε ένα: κριτς! Πώς έλαμψε! Πώς άναψε! Ήτανε μια φλογίτσα καθαρή και ζεστή κι έμοιαζε με κεράκι, καθώς τη σκέπασε με τις χούφτες της. Τι παράξενο φως! 'Eμοιαζε τώρα μ' ένα κοριτσάκι, καθισμένο μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια σόμπα, που το σκέπασμά της ήτανε γυαλιστερό.
Η φωτιά έκαιγε εκεί μέσα τόσο υπέροχα και ζέσταινε τόσο καλά! Αλλά τι έγινε; Μόλις το κοριτσάκι άπλωσε τα ποδαράκια του για να τα ζεστάνει, η φλόγα έσβησε και η σόμπα εξαφανίστηκε. Η μικρούλα βρέθηκε καθισμένη στη γωνιά της, ανάμεσα σε δυο σπίτια, και κρατούσε στο χέρι της ένα σπίρτο καμένο.
'Aναψε και δεύτερο σπίρτο, και, καθώς η λάμψη έπεσε πάνω στον τοίχο του σπιτιού, το κοριτσάκι μπορούσε τώρα να δει ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου ήταν στρωμένο ένα τραπέζι, με κάτασπρο τραπεζομάντιλο, με πιάτα από πορσελάνη που αστραφτοκοπούσαν και ο τοίχος έγινε διάφανος σαν ατμός. με μια μεγάλη πιατέλα, όπου μια χήνα ψητή άχνιζε και σκόρπιζε μια ορεχτική ευωδιά.
Τι έκπληξη! Τι ευτυχία! Ξαφνικά, η ψημένη χήνα πήδησε από την πιατέλα και κύλησε στο πάτωμα, με το πιρούνι και το μαχαίρι καρφωμένα απάνω της. Κι η ψημένη χήνα κύλήσε ως εκεί που καθότανε το φτωχό κοριτσάκι. Αλλά το σπίρτο έσβησε και, μπροστά στη μικρούλα, ορθώθηκε πάλι ο χοντρός και κρύος τοίχος των σπιτιών. 'Aναψε αμέσως και τρίτο σπίρτο. Και τότε το φτωχό κοριτσάκι είδε πως καθόταν κάτω από ένα υπέροχο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ήτανε πιο μεγάλο και πιο πλούσια στολισμένο, από κείνο που είχε δει, τα περασμένα Χριστούγεννα μέσα από τη τζαμένια πόρτα, στο μέγαρο του πλούσιου εμπόρου. Χίλια κεράκια ήταν αναμμένα πάνω στα πράσινα κλαδιά του και κάτι πολύχρωμες εικόνες, σαν εκείνες που στολίζουν τις βιτρίνες των μαγαζιών, θαρρείς και της χαμογελούσαν. Το φτωχό κοριτσάκι σήκωσε τα δυο του χεράκια. Το σπίρτο έσβησε.
'Oλα τα κεράκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου ανέβαιναν, ανέβαιναν και τότε είδε πως δεν ήταν κεράκια, αλλά αστέρια. 'Eνα απ' αυτά τ' αστέρια έπεσε και χάραξε μια φωτεινή γραμμή στον ουρανό. «Κάποιος πεθαίνει» μουρμούρισε το κοριτσάκι. Γιατί η γιαγιά του, που μόνο εκείνη ήτανε καλή γι' αυτό, αλλά δεν ζούσε πια, έλεγε συχνά: «'Oταν πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχούλα ανεβαίνει στο Θεό.»
Το φτωχό κοριτσάκι άναψε άλλο σπίρτο. Μέσα στη λάμψη του, παρουσιάστηκε η γιαγιά της που της χαμογελούσε. «Γιαγιά», φώναξε η μικρούλα, «πάρε με μαζί σου».
«'Oταν θα σβήσω το σπίρτο, ξέρω πως δε θα είσαι πια εδώ. Θα χαθείς, όπως χάθηκαν η αναμμένη σόμπα, η ψημένη χήνα και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.» Πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της η γιαγιά, και πέταξαν κι οι δυο χαρούμενες, μέσα σ' εκείνη τη λάμψη. Δεν υπήρχε πια ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε αγωνία. Ήταν κοντά στο Θεό!

Weihnachtsbotschaft des Ökumenischen Patriarchen (2010).

+  B A R T H O L O M A I O S
durch Gottes Erbarmen Erzbischof von Konstantinopel, dem Neuen Rom,
und Ökumenischer Patriarch
allem Volk der Kirche Gnade, Friede und Erbarmen
von Christus, unserem in Bethlehem geborenen Erlöser


Geliebte Brüder im geistlichen Dienst, liebe Kinder im Herrn,

inmitten der finsteren Atmosphäre der in letzter Zeit weltweit herrschenden Krise, welche die Wirtschaft, die Gesellschaft, die Moral und vor allem den Geist betrifft, die soviel Wut, Verbitterung, Verwirrung, Besorgnis, Furcht, Enttäuschung und Zukunftsangst hervorruft, vernehmen wir die wohltuende Stimme der Kirche:


Kommt, Gläubige, lasst uns gottergriffen erhoben werden;
lasst uns schauen, wie Gott sichtbar in Bethlehem
aus der Höhe zu uns herabsteigt …“
(Idiomelon der Sext von Weihnachten)

Es ist der unerschütterliche Glaube der Christen, dass Gott den Weg des nach seinem Bild und Gleichnis von ihm selbst persönlich geschaffenen Menschen nicht von oben herab und teilnahmslos verfolgt. Darum war auch die Menschwerdung seines eingeborenen Sohnes und Wortes von Anbeginn sein „Wohlgefallen“, sein vorrangiger Wille, sein „vorewiger Ratschluss“. Dieser Wille besteht darin, aus dem Übermaß seiner Liebe die von ihm erschaffene menschliche Natur selbst anzunehmen und sie so zu befähigen, „göttlichen Wesens teilhaft“ (2 Petr 1,4) zu werden; und das noch vor dem Fall der Stammeltern, ja noch vor ihrer Erschaffung. Nach dem Fall der Stammeltern schloss der „vorewige Ratschluss“ mit der Fleischwerdung zugleich auch das Kreuz ein, das makellose Leiden, den lebenschaffenden Tod, den Abstieg in den Hades und die Auferstehung nach drei Tagen, so dass die unmerklich eingetretene Sünde, die alles vergiftet hat, und der Tod, der sich heimlich zum Leben gesellt hatte, gänzlich und endgültig beseitigt würden und der Mensch das väterliche Erbe der Ewigkeit uneingeschränkt genießen könne.

Jedoch lässt sich die göttliche Herabkunft von Weihnachten nicht auf die ewigen Dinge beschränken. Sie betrifft auch all das, was mit unserem Weg auf Erden zusammenhängt. Christus ist in die Welt gekommen, um das Reich der Himmel zu verkünden und uns in dieses einzuführen, er ist aber auch gekommen, Wohltaten zu erweisen und die Schwachheit des Menschen zu heilen. Er hat mehrmals auf wunderbare Weise die Scharen der Hörer seines Wortes gesättigt, Aussätzige vom Aussatz gereinigt, Gelähmte aufgerichtet, Blinden das Augenlicht, Tauben das Gehör und Stummen die Sprache geschenkt; er hat die Besessenen von unreinen Geistern befreit, Tote auferstehen lassen; denen, die Unrecht erlitten hatten, und den Vergessenen hat er zu ihrem Recht verholfen; er hat die widerrechtliche Bereicherung, die Unbarmherzigkeit gegenüber den Armen, die Heuchelei und die Willkür in den menschlichen Beziehungen  gebrandmarkt; er hat sich selbst als Vorbild freiwilliger, sich selbst nicht schonender Opferbereitschaft um des Nächsten willen hingegeben.

Vielleicht verdient diese Dimension der Botschaft von der Menschwerdung Gottes am heutigen Weihnachtstag eine größere Beachtung? Viele Mitmenschen und Mitchristen werden von der gegenwärtigen Krise sehr schwer geprüft. Unermesslich sind die Scharen der Arbeitslosen, der Verarmten, der Obdachlosen und der Jugendlichen, die um ihre Träume gebracht sind. Doch „Bethlehem“ heißt „Haus des Brotes“! Wir Gläubigen schulden also allen Brüdern in Not nicht nur das „wesentliche Brot“, also Christus, der zu Bethlehem in Windeln gewickelt in einer Krippe liegt, sondern auch das tägliche Brot, welches das Überleben sichert, und alles, „was sie zum Leben brauchen“ (Jak 2,16). Jetzt ist die Stunde gekommen, das Evangelium im Bewusstsein der großen Verantwortung, die wir haben, in die Tat umzusetzen! Es ist die Stunde, das Wort des Apostels: „Zeig mir Deinen Glauben ohne die Werke, und ich zeige dir meinen Glauben aufgrund der Werke“ (Jak 2,18) in seiner tiefen Bedeutung und in seinem grundsätzlichen Anspruch neu zu hören. Dies also ist der Moment, „sich gottergriffen“ zur Höhe der Tugend der Liebe „erheben zu lassen“, die uns mit Gott vertraut macht. .

Dieses verkündigen wir den Kindern des Ökumenischen Patriarchates in der ganzen Welt vom durch das Martyrium geprüften Sitz der Kirche der Armen Christi. Auf alle rufen wir die göttliche Entäußerung, das unermessliche Erbarmen, den Frieden und die Gnade des für uns aus dem Heiligen Geist und der Jungfrau Maria Mensch gewordenen eingeborenen Sohnes und Wortes Gottes herab. Ihm sei die Herrlichkeit, die Macht, die Ehre und die Anbetung samt dem Vater und dem Heiligen Geist in Ewigkeit.  Amen.



Phanar, Weihnachten 2010

+ Bartholomaios von Konstantinopel,
euer aller inständiger Fürbitter bei Gott


Weihnachtsbotschaft 2010

des Metropoliten Augoustinos
von Deutschland
Exarchen von Zentraleuropa



„… der für uns und um unseres Heiles willen

von den Himmeln herabgestiegen ist
und Fleisch angenommen hat aus dem Heiligen Geist
und Maria, der Jungfrau, und Mensch geworden ist“

(Glaubensbekenntnis von Nikäa und Konstantinopel)
 
Liebe orthodoxe Christen in Deutschland!
 
Schon seit unseren Kindestagen, seitdem wir also allmählich anfangen, unsere Umwelt zu verstehen, spüren wir, dass der heutige Tag ein besonderer ist. Die Göttliche Liturgie von Weihnachten hat eine eigentümliche Schönheit, und deshalb nehmen wir alle an ihr teil. Das gilt nicht nur für diejenigen unter uns, die der Kirche nahe stehen, sondern sogar auch für diejenigen unter uns, deren Bezug zur Kirche eher formal ist, so dass sie sich damit begnügen, allenfalls zwei- oder dreimal im Jahr einem Gottesdienst beizuwohnen.
 
Ich wage es also zu sagen, dass wir alle zumindest ein Gespür für die Einzigartigkeit dieses Festes der Geburt Christi haben. Voller Ehrfurcht nahen wir uns dem Sohn Gottes, der zu unserer Erlösung aus den Himmeln herabsteigt, sich im Schoß der Allheiligen Fleisch und Gebein annimmt und Mensch wird. Uns erschüttert die Einzigartigkeit des göttlichen Handelns, das uns wahrhaft erlöst, weil es eine Tat der Liebe ist, die darauf abzielt, unsere Gemeinschaft mit dem Quell der Liebe, mit der Heiligen Dreiheit, wieder herzustellen.
 
Ehrfurcht, Staunen und Erschütterung sind Wörter, die unsere Haltung gegenüber dem unvergleichlichen Mysterium der Menschwerdung des Sohnes Gottes trefflich kennzeichnen, einem Mysterium, das der heilige Athanasius der Große etwa so beschreibt: Gott wird Mensch, um den gefallenen Menschen so zu erhöhen, damit er durch Gnade werde, was Gott von Natur ist. Und dennoch! Ich vermute, dass wir oft das Verlangen haben, dieses Mysterium mit den Mitteln unserer Logik zu „erklären“. Aber ist das auch nur denkbar? Und wenn ja, was würde uns das nützen?
In welches Schema könnte denn die Liebe passen? Welche Definition wäre nicht zugleich eine groteske Verzerrung ihres Wesens, wenn wir die Begrenztheit unseres vergänglichen Geistes berücksichtigen? Bedeutet nicht gerade dies die Schönheit der Liebe, dass sie, ohne die Logik aufzugeben, diese übersteigt und die Grenzen unserer Vergänglichkeit für die Unverfügbarkeit und die Unendlichkeit der Gegenwart Gottes sprengt?
 
Die Liebe ist zugleich erklärlich und unerklärlich. Das leuchtet uns ein, wenn wir das Bild eines jeden in der Umarmung mütterlicher Liebe geborgenen Kindes betrachten. Welche Kunst könnte diese Beziehung wechselseitiger Hingabe und Wonne angemessen zum Ausdruck bringen? Ähnlich verhält es sich mit der Realität der Gemeinschaft Gottes mit dem Menschen, die wir im Gottesdienst unserer Kirche erfahren. Denn der Glaube ist nichts anderes als Vertrauen und Gewissheit über das, was wir erhoffen, ohne es zu sehen. Glaube ist die Sehnsucht nach der väterlichen Umarmung Christi und das Vertrauen darauf, dass nur diese unserer Gegenwart Sinn und unserer Zukunft eine dynamische Perspektive gibt – jenseits von Versagen, Irrtum, Krankheit und sogar jenseits des Todes selbst.
 
In  dieser bewegenden Stunde, in der Christus zu Bethlehem geboren wird, rufe ich uns dazu auf, unser Vertrauen auf Gottes Liebe beständig zu erneuern und freudigen Herzens die Gelegenheit zu ergreifen, uns an dieser Schönheit zu erbauen, der einzigen Form von Schönheit, die imstande ist, die Welt wahrhaft zu retten.  
 
 
 
Bonn, Weihnachten 2010
In väterlicher Liebe




+ Metropolit Augustinos von Deutschland

Πατριαρχική Ἀπόδειξις ἐπί τοῖς Χριστουγέννοις 2010.


Ἀριθμ. Πρωτ. 1338


+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ


Ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ συλλειτουργοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,

Μέσα εἰς τὴν ἀνὰ τὸν κόσμον ἐπικρατοῦσαν τελευταίως σκοτεινὴν ἀτμόσφαιραν τῆς σοβούσης ποικίλης κρίσεως, οἰκονομικῆς, κοινωνικῆς, ἠθικῆς καί, κυρίως, πνευματικῆς, ἡ ὁποία πολὺν θυμόν, πολλὴν πικρίαν, πολλὴν σύγχυσιν, πολλὴν ἀγωνίαν, πολὺ ἄγχος, πολλὴν ἀπογοήτευσιν καὶ πολὺν φόβον διὰ τὴν αὔριον προξενεῖ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, γλυκεῖα ἀκούεται ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας:


«Δεῦτε, πιστοί, ἐπαρθῶμεν ἐνθέως καὶ κατίδωμεν συγκατάβασιν θεϊκὴν ἄνωθεν ἐν Βηθλεὲμ πρὸς ἡμᾶς ἐμφανῶς...»
(Ἰδιόμελον ΣΤ΄ Ὥρας Χριστουγέννων).

Πίστις ἀκλόνητος τῶν Χριστιανῶν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν παρακολουθεῖ ἀφ’ ὑψηλοῦ καὶ ἀδιαφόρως τὴν πορείαν τοῦ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν Του ὑπὸ τοῦ ἰδίου, αὐτοπροσώπως, πλασθέντος ἀνθρώπου. Τούτου ἕνεκα καὶ ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου Του ἦτο ἀπ’ ἀρχῆς ἡ «εὐδοκία» Του, τὸ πρώτιστον θέλημά Του, ἡ «προαιώνιος βουλή» Του. Νὰ ἀναλάβῃ ὁ Ἴδιος, ἐξ ὑπερβολῆς ἀγάπης, τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ποὺ ἔπλασε, καὶ νὰ τὴν καταστήσῃ «θείας φύσεως κοινωνόν» (Β΄ Πέτρ. 1: 4). Καὶ τοῦτο, πρὸ τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων, πρὸ καὶ αὐτῆς τῆς πλάσεώς των! Μετὰ τὴν πτῶσιν τῶν Πρωτοπλάστων, ἡ «προαιώνιος βουλὴ» τῆς Σαρκώσεως περιέλαβε τὸν Σταυρόν, τὸ Ἄχραντον Πάθος, τὸν Ζωοποιὸν Θάνατον, τὴν εἰς Ἅιδου Κάθοδον, τὴν Τριήμερον Ἔγερσιν, ὥστε ἡ παρείσακτος ἁμαρτία, ποὺ ἐδηλητηρίασε τὰ πάντα, καὶ ὁ λαθρεπιβάτης τῆς ζωῆς θάνατος νὰ τεθοῦν τελείως καὶ ὁριστικῶς ἐκποδών, καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀπολαύσῃ ἀκεραίαν τὴν Πατρικὴν κληρονομίαν τῆς αἰωνιότητος.

Ἀλλ’ ἡ θεϊκὴ συγκατάβασις τῶν Χριστουγέννων δὲν περιορίζεται μόνον εἰς τὰ τῆς αἰωνιότητος. Ἀφορᾷ καὶ εἰς τὰ τῆς ἐπὶ γῆς πορείας ἡμῶν. Ὁ Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ εὐαγγελισθῇ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν καὶ νὰ μᾶς εἰσαγάγῃ εἰς αὐτήν, ἀλλ’ ἦλθεν ἐπίσης εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν. Ἐχόρτασε θαυματουργικῶς κατ’ ἐπανάληψιν τὰ πλήθη τῶν ἀκροατῶν τοῦ λόγου Του, ἐκαθάρισε λεπρούς, ἐστερέωσε παραλύτους, ἐχάρισε τὸ φῶς εἰς τυφλούς, τὴν ἀκοὴν εἰς κωφοὺς καὶ τὴν ὁμιλίαν εἰς ἀλάλους, ἀπήλλαξε δαιμονισμένους ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ἀνέστησε νεκρούς, ὑπεστήριξε τὸ δίκαιον τῶν ἀδικουμένων καὶ λησμονημένων, ἐστηλίτευσε τὸν ἀθέμιτον πλουτισμόν, τὴν πρὸς τοὺς πτωχοὺς ἀσπλαγχνίαν, τὴν ὑποκρισίαν καὶ τὴν «ὕβριν» εἰς τὰς ἀνθρωπίνας σχέσεις, ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπόδειγμα ἐθελουσίου κενωτικῆς χάριν τῶν ἄλλων θυσίας! Ἴσως ἡ διάστασις αὕτη τοῦ μηνύματος τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως πρέπει νὰ προσεχθῇ περισσότερον κατὰ τὰ σημερινὰ Χριστούγεννα. Πολλοὶ συνάνθρωποι καὶ συγχριστιανοὶ δοκιμάζουν φοβερὸν πειρασμὸν ἐκ τῆς σοβούσης κρίσεως. Εἶναι ἀναρίθμητοι αἱ στρατιαὶ τῶν ἀνέργων, τῶν νεοπτώχων, τῶν ἀστέγων, τῶν νέων μὲ τὰ «ψαλιδισμένα ὄνειρα». Ἀλλά, Βηθλεὲμ ἑρμηνεύεται «Οἶκος Ἄρτου»! Χρεωστοῦμεν, λοιπόν, οἱ πιστοὶ εἰς πάντας τοὺς ἐμπεριστάτους ἀδελφοὺς ὄχι μόνον τὸν «Ἐπιούσιον Ἄρτον», δηλαδὴ τὸν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος εὑρίσκεται ἐσπαργανωμένος εἰς τὴν πενιχρὰν φάτνην τῆς Βηθλεέμ, ἀλλὰ καὶ τὸν καθημερινὸν ἐπιτραπέζιον ἄρτον τῆς ἐπιβιώσεως, καὶ ὅλα τὰ «ἐπιτήδεια τοῦ σώματος» (Ἰακ. 2: 16). Εἶναι ἡ ὥρα τῆς πρακτικῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐν ὑψηλῷ αἰσθήματι εὐθύνης! Ἡ ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀκούεται ἐντονώτερος καὶ ἀπαιτητικώτερος ὁ ἀποστολικὸς λόγος: «Δεῖξον μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ἰακ. 2: 18)! Ὁ καιρός, δηλ. ἡ εὐκαιρία, νὰ «ἐπαρθῶμεν ἐνθέως» εἰς τὸ ὕψος τῆς οἰκειούσης ἡμᾶς μὲ τὸν Θεὸν βασιλικῆς ἀρετῆς τῆς Ἀγάπης.

Ταῦτα ἀπὸ τῆς ἁγίας καὶ μαρτυρικῆς καθέδρας τῆς Ἐκκλησίας τῶν τοῦ Χριστοῦ Πενήτων εὐαγγελιζόμενοι πρὸς τὰ ἀνὰ τὸν κόσμον τέκνα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπικαλούμεθα ἐπὶ πάντας τὴν θεϊκὴν συγκατάβασιν, τὸ ἄπειρον ἔλεος, τὴν εἰρήνην καὶ τὴν χάριν τοῦ δι’ ἡμᾶς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου ἐνανθρωπήσαντος Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, Ὧι ἡ δόξα, τὸ κράτος, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Φανάριον, Χριστούγεννα ,βι’
+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος
Διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν




ΜΥΝΗΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
κ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ


Προς
το Xριστεπώνυμο πλήρωμα
της Iεράς Mητροπόλεως Γερμανίας

«...τον δι᾽ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν
κατελθόντα
εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου
και
Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα»
(
Σύμβολο Πίστεως)

Αγαπητοί μου Χριστιανοι Ορθόδοξοι της Γερμανίας!
Ήδη από την παιδική μας ηλικία, από τότε που δειλά-δειλά αρχίζουμε να κατανοούμε τον κόσμο γύρω μας, το νιώθουμε πως η σημερινή μέρα είναι ξεχωριστή. Η θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων έχει μια ιδιαίτερη ομορφιά και γι᾽ αυτό συμμετέχουμε σ᾽ αυτήν όλοι· όχι μόνο όσοι διατηρούμε στενό σύνδεσμο με την Εκκλησία μας, αλλά κι όσοι έχουμε επιλέξει μια τυπική σχέση μ᾽ αυτήν, που μας κάνει να θεωρούμε αρκετή την παρουσία μας στην εκκλησιαστική κοινότητα δύο ή τρεις φορές τον χρόνο.
Τολμώ να πω, λοιπόν, πως όλοι μας, τουλάχιστον διαισθανόμαστε τη μοναδικότητα της γέννησης του Χριστού. Στεκόμαστε με δέος μπροστά στον Υιό του Θεού, που για τη δική μας σωτηρία κατεβαίνει από τους ουρανούς και παίρνει σάρκα και οστά από την Παναγία και γίνεται άνθρωπος. Μας συγκλονίζει η ανεπανάληπτη αυτή πρωτοβουλία του Θεού, η οποία μας σώζει αληθινά, ακριβώς διότι είναι κίνηση αγάπης, που στόχο της έχει να μας επανενώσει με την πηγή της αγάπης, την Αγία Τριάδα.
Δέος, θαυμασμός και συγκλονισμός είναι λέξεις, οι οποίες εκφράζουν άριστα τον τρόπο που προσεγγίζουμε το μοναδικό μυστήριο της ενανθρώπησης: να γίνεται ο Θεός άνθρωπος για να ανυψωθεί ο ταλαίπωρος άνθρωπος σε Θεό κατά χάρη. Κι όμως! Θαρρώ πως, ίσως, θα θέλαμε πολλές φορές να κατανοήσουμε το μυστήριο τούτο περισσότερο με τη λογική μας. Θα επιθυμούσαμε να το αναλύσουμε, να το επεξεργαστούμε και να το οικειοποιηθούμε εγκεφαλικά. Είναι όμως δυνατό κάτι τέτοιο; Κι αν ναι, σε τί θα μας ωφελούσε;
Σε ποιά καλούπια χωράει, άραγε, η αγάπη; Ποιός ορισμός της δεν θα ήταν ταυτόχρονα κι ένας τραγικός περιορισμός της στα ασφυκτικά όρια του περιορισμένου με ημερομηνία λήξης νου μας; Αυτή δεν είναι τελικά η ομορφιά της αγάπης, ότι, χωρίς να καταργεί τη λογική, την ξεπερνάει κι ανοίγει τα σύνορα της φθαρτότητάς μας στο αδέσμευτο κι ατελεύτητο της παρουσίας του Θεού;
Η αγάπη είναι ποιότητα συνάμα ερμηνευτή κι ανερμήνευτη. Το βλέπουμε στην ιερή εικόνα κάθε βρέφους που αναπαύεται ασφαλές στην αγκαλιά της μητρικής αγάπης. Αυτή τη σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και χαράς, ποιά μηχανήματα θα την καταγράψουν χωρίς να την τραυματίσουν; Σ᾽ αυτήν την αναλογία κινούμαστε και στην πραγματικότητα της κοινωνίας του Θεού με τον άνθρωπο, που ζούμε λατρευτικά μέσα στην Εκκλησία μας. Διότι η πίστη δεν είναι τίποτε άλλο από εμπιστοσύνη· σιγουριά γι᾽ αυτά που ελπίζουμε και βεβαιότητα γι᾽ αυτά που δε βλέπουμε. Πίστη είναι να γέρνουμε πρόθυμα στην πατρική αγκαλιά του Χριστού, με την εμπιστοσύνη πως μόνο αυτή δίνει ασφαλές νόημα στο παρόν μας και δυναμική προοπτική στο μέλλον μας, πέρα από αδυναμίες, λάθη, αρρώστιες κι από τον θάνατο τον ίδιο.
Τη συγκλονιστική τούτη ώρα, όπου Χριστός γεννάται εν Βηθλεέμ τη πόλει, σας καλώ να ανανεώνουμε διαρκώς την εμπιστοσύνη μας στην αγάπη του Θεού και με χαρούμενη καρδιά να μη χάνουμε ευκαιρία ν᾽ αναπαυόμαστε σ᾽ αυτήν την ομορφιά, που μόνη αυτή και καμμιά άλλη σώζει, πραγματικά, τον κόσμο!

Βόννη, Χριστούγεννα 2010

Ο
Μητροπολίτης σας

ο Γερμανίας Αυγουστίνος