27/12/17

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΟΙΣ

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

Μήνυμα Χριστουγέννων 2017 Μητροπολίτου Γερμανίας καὶ Ἐξάρχου Κεντρῴας Εὐρώπης Αὐγουστίνου

Ἀγαπητοί μου Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι τῆς Γερμανίας!
Ὅλες οἱ ἐκκλησιαστικὲς γιορτὲς τοῦ ἔτους εἶναι καρπὸς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς τόσο ἀγάπησε τὸν κόσμο, ὥστε ἔστειλε τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ γιὰ νὰ σωθεῖ ὅποιος πιστεύει σ ̓Αὐτόν». Ἐπειδὴ ὑπάρχει Αὐτός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει καὶ ἡ Παναγία Μητέρα Του καὶ οἱ ἅγιοι πάντες σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. Γι ̓ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ὀνομάζει τὰ Χριστούγεννα «μητρόπολη» τῶν ἑορτῶν. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀφετηρία. Ἀπ ̓ αὐτὴν ξεκινᾶ ἡ ἐπίγεια παρουσία Του. Μιὰ πορεία ἀγάπης, ποὺ προσφέρει σὲ κάθε ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἐλεύθερα θ ̓ ἀγαπήσει τὸν Χριστό, τὴν δυνατότητα νὰ νοηματοδοτεῖ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς καὶ νὰ μετατρέπει τὸν ἀβίωτο βίο σὲ εὐκαιρία γιὰ βίωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τώρα.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστὸς γεννᾶται, γίνεται ὡς ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, γιὰ νὰ σχετιστοῦμε μαζί Του, νὰ ἔρθουμε σὲ κοινωνία μ ̓ Αὐτόν. Ὅποιος σχετίζεται μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς δὲν φοβᾶται τίποτε, οὔτε καὶ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο. Ὅποιος σχετίζεται μὲ τὸ φῶς δὲν φοβᾶται τὸ ἐσωτερικὸ σκοτάδι, ποὺ κρύβει ὁ καθένας μας μέσα του. Οὔτε φοβᾶται τὸ σκοτάδι, ποὺ προσπαθεῖ ἀπ ̓ ἔξω, μὲ τὶς πολλὲς μορφὲς τῆς κακίας του, νὰ κάμψει τὸ φρόνημα καὶ νὰ σβήσει τὴν ἐλπίδα μας.
Κι ὅπως στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις - συζυγικές, οἰκογενειακές, φιλικές, κοινωνικές - τίποτε δὲν λειτουργεῖ, ἂν δὲν ἐργαζόμαστε γι ̓ αὐτές, ἔτσι συμβαίνει καὶ στὴν σχέση μας μὲ τὸν Θεό. Γιὰ νὰ κρατηθεῖ ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης ζωντανή, χρειάζεται καθημερινὴ ἐργασία μὲ τὸν ἑαυτό μας, κάποτε μάλιστα καὶ ὑπέρβασή του. Εἶναι ἴσως στὴν φύση μας κάποια στιγμὴ νὰ συμβιβαζόμαστε ἢ νὰ βολευόμαστε μὲ τὴν καθημερινὴ ρουτίνα, νὰ τὰ θεωροῦμε ὅλα καὶ ὅλους γύρω μας αὐτονόητα. Ἔτσι παραμελοῦμε τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, τοὺς ἀνθρώπους δίπλα μας, τὸν Θεό μας. Καί, κάποτε, ἀποξενωνόμαστε ἀπ ̓ αὐτοὺς ἢ τοὺς βγάζουμε ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὴν ζωή μας, μένοντας ἀπελπιστικὰ μόνοι.
Παρομοίως συμβαίνει καὶ μὲ τὴν πίστη μας. Εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἡ σχέση καὶ ὁ σύνδεσμός μας μ ̓ αὐτήν εἶναι τυπικός, περιορίζεται δηλαδὴ συνήθως σὲ ἐξωτερικοὺς τύπους, ἀναμεμειγμένους ἀκόμη καὶ μὲ προκαταλήψεις ἢ δεισιδαιμονίες. Ἔτσι ἀφήνουμε τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων: τὴν βίωση καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης, τῆς συγχωρήσεως, τῆς ἀλληλεγγύης. Τελικῶς, δὲν διαφέρουμε καὶ πολὺ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν γνώρισαν τὸν Θεό, ἀφοῦ ἡ ποιότητα τῶν μεταξύ μας σχέσεων προδίδει πολλὲς φορὲς τὴν ἀνεπαρκῆ σχέση μας μ ̓ Αὐτόν. Λέμε, συνήθως, τί ἀρνητικὸ δὲν ἔχουμε κάνει -
«δὲν ἔκλεψα, δὲν σκότωσα» -, ἀλλὰ δυσκολευόμαστε, ἐνδεχομένως, νὰ ποῦμε τί θετικὸ ἔχουμε κάνει, κάτι, ἔστω καὶ τὸ ἐλάχιστο, ποὺ νὰ θυμίζει ὅτι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης.
Κάθε χρόνο, ὅμως, μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία μέσα στὴν Ἐκκλησία μας, βῆμα- βῆμα, ν ̓ ἀφήσουμε τὴν ἀδράνειά μας, νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν ἀπραξία μας καὶ ἔτσι ν ̓ ἀναθερμάνουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ «πρῶτος μᾶς ἀγάπησε». Πρόκειται γιὰ ἕνα ταξίδι, ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν φάτνη τῆς Βηθλεὲμ καί, μέσῳ πολλῶν ἐνδιάμεσων σταθμῶν, φθάνει ὡς τὸν κενὸ τάφο τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ πέρα ἀπ ̓ αὐτόν. Συνοδεύουμε τὸν Χριστὸ κάθε μέρα, τὸν γνωρίζουμε καλύτερα, ἔτσι ὅπως οἱ μυριάδες συνάνθρωποί μας ποὺ τοὺς ὀνομάζουμε καὶ τοὺς τιμοῦμε ὡς ἁγίους Του καθημερινά. Μ ̓ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ κάθε γιορτὴ δὲν εἶναι πλέον μία στιγμὴ ἀνάμεσα στὶς ἄλλες, ἀλλὰ ὅλες οἱ στιγμὲς τῆς ζωῆς μας μεταβάλλονται σὲ γιορτή, σὲ ἐμπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κοινωνίας μας μ ̓ Αὐτόν.
Ἂς γίνουν τὰ φετινὰ Χριστούγεννα γιὰ ὅλους μας ἡ εὐκαιρία ν ̓ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστὸ πιὸ πολύ. Ἀξίζει νὰ ζήσουμε μέσα στὴν Ἐκκλησία τὸ βάθος καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς πίστεώς μας. Εὐλογημένα Χριστούγεννα!
Βόννη, 25 Δεκεμβρίου 2017
Ὁ Μητροπολίτης σας
+ ὁ Γερμανίας Αὐγουστῖνος 

22/12/17

Ein Brief an die Jugend über Liebe – Sexualität – Ehe





 

Liebe junge orthodoxe Christen in Deutschland!
Als Bischöfe Eurer Kirche in Deutschland wenden wir uns mit diesem gesonderten Brief an Euch und wollen uns zu einigen aktuellen Themen äußern. Die Welt rückt immer enger zusammen. Und immer deutlicher treten die brennenden Probleme der Zeit hervor. Sie betreffen zutiefst die menschliche Existenz - Eure Existenz: Gegenwart und Zukunft legt Gott in Eure Hände.
1. Wir leben in einem Land, in dem der Einzelne die Möglichkeit hat, sich in Freiheit und Menschenwürde zu entfalten. Das war in der Geschichte der Menschheit nicht immer so. In vielen Ländern der Erde ist es heute noch nicht der Fall. Die Tatsache, dass wir in Deutschland leben, wo Frieden, Freiheit, Demokratie und Menschenrechte zum Allgemeingut gehören, können wir als Segen Gottes betrachten.
Vor dem Hintergrund eines religiösen Extremismus, der sich an vielen Orten zu verstärken droht, sind wir als Christen aufgerufen, die genannten Werte mit aller Kraft zu verteidigen. Sie stehen im Einklang mit dem Menschenbild, das in der Heiligen Schrift und in der Tradition unserer Kirche zum Ausdruck kommt: dass der Mensch nach dem Bilde Gottes erschaffen wurde (Gen 1, 27). In der Fähigkeit des Menschen, sich frei zu entscheiden, sehen wir eine der Eigenschaften dieses göttlichen Bildes.
2. Diese Freiheit ist ein ungemein wertvolles Geschenk, zu dem ein Umgang in voller Verantwortung gehört. Die Verantwortung ist mit der Freiheit untrennbar verbunden. Das kommt in allen Lebensbereichen zum Ausdruck, auch bei der Frage, ob man das eigene Leben allein oder innerhalb einer Gemeinschaft gestalten möchte, und natürlich bei der Suche nach einem Partner oder einer Partnerin. Damit hängt eine Reihe von Fragestellungen zusammen,
z.B. nach der Sexualität, der Eheschließung, dem Unterschied zwischen standesamtlicher und kirchlicher Ehe, etc. Diese Fragen betreffen einen jeden zutiefst in seiner Person, da jeder seinen Lebensweg in freier Entscheidung bestimmt.
Die folgenden Überlegungen sollen dazu Hilfestellung liefern; denn jeder Einzelne soll frei seinen Lebensweg bestimmen. Sie ermuntern dazu, sich in Verantwortung mit diesen Fragen auseinanderzusetzen und das Gespräch innerhalb unserer Kirche zu fördern.
3. Eine der bekanntesten und beliebtesten Bibelstellen ist das 13. Kapitel des ersten Briefes des heiligen Apostels Paulus an die Korinther, das auch das „Hohelied der Liebe“ genannt wird. Dort beschreibt der heilige Apostel die Liebe als eine Kraft, die zur Überwindung des eigenen Egoismus führt. Wie? „Die Liebe ist langmütig, die Liebe ist gütig. Sie ereifert sich nicht, sie prahlt nicht, sie bläht sich nicht auf. Sie handelt nicht ungehörig, sucht nicht ihren Vorteil, lässt sich nicht zum Zorn reizen, trägt das Böse nicht nach. Sie freut sich nicht über das Unrecht, sondern freut sich an der Wahrheit. Sie erträgt alles, glaubt alles, hofft alles, hält allem stand. Die Liebe hört niemals auf.“ (1 Kor 13, 4-8). Die Liebe führt somit zur Vollendung des eigenen Menschseins und zur Erkenntnis der Wahrheit. So ist sie wertvoller als jede andere Tugend: „Für jetzt bleiben Glaube, Hoffnung, Liebe, diese drei; doch am größten unter ihnen ist die Liebe.“ (1 Kor 13, 13)
In diesem Sinn ist die Liebe zu einer anderen Person eine bedingungslose Zuwendung: Wenn ich liebe, setze ich mich nicht mehr in den Mittelpunkt meiner Existenz. Die Liebe ist ganzheitlich und dynamisch und mehr als „Schmetterlinge im Bauch“. Sie setzt voraus und verwirklicht die folgenden Worte Christi: Darum wird der Mann Vater und Mutter verlassen und sich an seine Frau binden und die zwei werden ein Fleisch. Sie sind also nicht mehr zwei, sondern eins (vgl. Mt 19, 5-6).
4. In der heutigen Zeit haben viele junge Männer und Frauen sexuelle Beziehungen vor der Ehe. Vor diesem Hintergrund fragen viele, wie die orthodoxe Kirche dazu steht. Aufgabe unserer Kirche ist es, ihre Gläubigen mit geistlichem Rat zu begleiten und nicht Vorschriften mechanisch zu formulieren. Das ist kein Freibrief für sexuelle Freizügigkeit. Wir betonen: Es ist sehr wichtig in Verantwortung zu handeln; in Verantwortung in Bezug auf die eigene Sexualität, auf die Sexualität des Partners bzw. der Partnerin sowie auf die Folgen des sexuellen Lebens; in Verantwortung vor sich selbst, vor der Gesellschaft und vor Gott. In diesem Sinn schreibt der heilige Apostel Paulus an die Korinther: „Wisst ihr nicht, dass euer Leib ein Tempel des Heiligen Geistes ist, der in euch wohnt und den ihr von Gott habt? Ihr gehört nicht euch selbst“ (1 Kor 6,19).
Dieses Kapitel des Korintherbriefes ist der Freiheit gewidmet, die aus der Verbindung mit Christus kommt und in der von Gott gesegneten Ehe gelebt werden kann. Daher wünschen wir, dass Eure Liebe durch eine kirchliche Ehe gekrönt wird, dass dadurch eine christliche Familie entsteht, und dass Ihr lernt, das Leben, auch das neu entstehende, zu ehren, zu schützen und zu fördern. In diesem Zusammenhang erinnern wir daran, dass der Embryo ab der Zeit der Empfängnis ein menschliches Wesen ist.
Wir rufen Euch auf: Verschweigt Eure Fragen nicht! Sprecht sie aus! Sprecht darüber mit kompetenten Menschen. Offene Gespräche können helfen, sich selbst besser zu erkennen und zu einer Entscheidungsfindung zu kommen: Erzählen ist heilsam für die Seele. Besonders rufen wir dazu auf, das Gespräch mit der erfahrenen geistlichen Beratung zu suchen. Unsere
orthodoxe Kirche hat eine lange Tradition des seelsorglichen und therapeutischen Gesprächs. Auch heute – in einer Zeit der elektronischen Medien – kann dies eine große Hilfe leisten.
5. Wir leben in einem Land, in dem eine kirchliche orthodoxe Eheschließung in der Regel nur dann erfolgt, wenn die Eheleute standesamtlich verheiratet sind. Die Zivilehe hat den Zweck, Mann und Frau zivilrechtlich abzusichern.
Für uns Christen hat die Ehe mit jener Liebe Gottes zu tun, die Jesus Christus durch seine Menschwerdung, Kreuzigung und Auferstehung gezeigt hat. Deshalb ist die Ehe für einen Menschen, der an Jesus Christus als den Sohn Gottes glaubt, mehr als eine weltliche Angelegenheit, und selbstverständlich viel mehr als das Hochzeitsfest. Sie setzt nämlich ein Versprechen zur lebenslangen Treue voraus und dass die Gemeinschaft zwischen den Eheleuten in Verbindung mit Christus gebracht werden soll. Eheleute sind dazu aufgerufen, ihre Gemeinschaft als ein Geschenk Gottes anzunehmen und als eine Ausdrucksform der gegenseitigen Liebe wahrzunehmen, die in der Kirche Christi gelebt werden soll. Die Größe dieses Geschehens wird ebenfalls im Traugottesdienst dadurch deutlich, dass Braut und Bräutigam miteinander und füreinander gekrönt werden. Um diesem Verständnis Ausdruck zu verleihen, greift der heilige Apostel Paulus auf das Bild der Verbindung zwischen Christus und seiner Kirche zurück und nennt sie ein Mysterium: „Dieses Mysterium ist groß; ich sage es aber in Bezug auf Christus und die Kirche“ (aus der Apostellesung bei der Feier der Krönung, Epheserbrief 5, 32).
Ebenfalls in einem Traugottesdienst wird mehrmals dafür gebetet, dass Gott den Eheleuten Fruchtbarkeit schenkt. Unsere orthodoxe Kirche segnet den Kinderwunsch und betrachtet das Kind als Geschenk Gottes. Doch auch ohne Kinder ist eine Ehe heilig und vollkommen. Wir sind der Meinung, dass es zu einem verantwortungsvollen christlichen Leben gehört, über den Umfang der Familie nachzudenken. Dabei ist zu bedenken, dass Abtreibung, d. h. Tötung eines lebendigen Organismus, für den orthodoxen Christen weder in der Familienplanung noch anderweitig in Betracht kommen kann und darf.
Traugespräche mit dem Gemeindepriester werden all diese Aspekte umfassen. Solche Gespräche sind mehr als eine Formalität vor der Eheschließung und sollen stattfinden, bevor man anfängt, praktische Vorbereitungen auf das Hochzeitsfest zu treffen.
6. In einer pluralen Gesellschaft wie Deutschland sind Ehen zwischen Orthodoxen und anderen Christen keine Seltenheit. Man bezeichnet sie als interkonfessionell. Solche Ehen haben in den letzten Jahrzehnten zu Begegnungen und gegenseitigem Kennenlernen beigetragen. Sie zeigten außerdem, dass eine Kindererziehung im Respekt gegenüber unterschiedlichen Traditionen möglich ist. Praktische Fragen, die sich auf interkonfessionelle Ehen beziehen, wurden in den Dokumenten behandelt, die wir zusammen mit der römisch-katholischen Kirche und der evangelischen Kirche in Deutschland verabschiedet haben. Sie bedürfen aber ebenfalls des begleitenden Gesprächs.
Diese Ehen haben auch ihre Herausforderungen: So bleibt auch in den erwähnten Dokumenten die Frage nach dem gemeinsamen Empfang der heiligen Kommunion ungelöst. Die Position unserer Kirche lautet nach wie vor: Dieser Empfang ist nur dann möglich, wenn eine vollständige Einheit im Glauben besteht. Eine solche Einheit ist bei interkonfessionellen Ehen nicht gegeben. Hier sind wir alle mit einer Situation konfrontiert, die schmerzhaft ist und sich als eine theologische Herausforderung darstellt. Das muss man in aller Ehrlichkeit
zugeben. Daher bitten wir Gott darum, uns dabei zu helfen, die Trennung bald zu überwinden und zur Einheit aller zu finden.
7. Noch komplizierter verhält es sich mit der Frage nach einer Ehe mit einem nicht christlichen Partner bzw. einer nicht christlichen Partnerin. Solche Ehen werden interreligiös genannt. Hier fehlt eine gemeinsame christliche Basis. In einigen Fällen lösen interreligiöse Partnerschaften bzw. Ehen Konflikte aus, die bis zur Ausgrenzung der betroffenen Personen führen können. Hier ist wiederum an den Schatz der Freiheit zu erinnern, den Gott dem Menschen geschenkt hat: Der Zwang, sich aus religiösen Gründen von der geliebten Person zu distanzieren, entspricht nicht der Freiheit, die jeder Mensch erhalten hat, weil er nach dem Bild Gottes erschaffen wurde (Gen 1,27). Bei interreligiösen Partnerschaften bildet die Zivilehe einen gangbaren Weg. Sie stellt eine gesetzliche Absicherung dar und gewährleistet, dass die Eheleute die gleichen Rechte haben. Menschen aber, die an Gott glauben und der Ansicht sind, dass ihre Ehe unter dem Segen Gottes stehen sollte, ist in der Regel eine Zivilehe zu wenig. Sie sehnen sich nach einem religiösen Akt, durch den konkret wird, dass Gott ihre Gemeinschaft segnet. Ein solcher Akt ist zwar seitens unserer Kirche nicht möglich, weil die Grundlage der Feier des Mysteriums der Ehe der Glaube an den Dreieinen Gott ist. Wir betrachten aber diese Sehnsucht als völlig berechtigt. Deshalb will die orthodoxe Kirche in Deutschland auch interreligiöse Paare auf ihrem Lebensweg begleiten, sofern dies erwünscht ist, und ist jederzeit bereit, sie mit Rat und Tat zu unterstützen. Zudem ermuntern wir diese Paare dazu, vor und nach der Eheschließung ganz offen und konstruktiv miteinander über Fragen zu sprechen, die aus dem religiösen Unterschied entstehen, z.B. über die Kindererziehung.
8. Ein brennendes Thema heutzutage ist die Frage der Homosexualität und der homosexuellen Partnerschaften. Dass darüber in unserer Gesellschaft offen diskutiert wird, kann prinzipiell als etwas Gutes angesehen werden. Denn über Jahrhunderte wurden homosexuelle Menschen ignoriert, ja sogar unterdrückt und verfolgt – wie etwa in den Zeiten des Nationalsozialismus.
In der Heiligen Schrift, sowohl im Alten als auch im Neuen Testament, gibt es Aussagen gegen die Homosexualität. Der Wert dieser Aussagen wird heute kontrovers diskutiert. Auch in der Tradition unserer Kirche finden sich zahlreiche Äußerungen gegen die Homosexualität. Wie jegliche körperliche Neigung unterlieg auch diese der Zurückhaltung, der Einschränkung ungezügelter Leidenschaften, der keuschen Askese, wie wir sie im Fasten erlernen. Fest steht: Man ist weitgehend in Unwissenheit darüber, wie Homosexualität entsteht. Es können etwa genetische, psychische und kulturelle Faktoren beteiligt sein, doch in Wirklichkeit gibt es keine Klarheit darüber, welche Rolle diese Faktoren spielen und in welcher Beziehung sie zueinander stehen.
Da nach orthodoxem Verständnis das Mysterium der Ehe eine Verbindung zwischen Mann und Frau voraussetzt und über eine ausschließlich soziale Perspektive hinausgeht, ist die Eheschließung von homosexuellen Paaren in unserer Kirche nicht möglich. Offene Fragen in Bezug auf homosexuelle Menschen gehören in den Bereich der Seelsorge und der taktvollen Begleitung durch die Kirche. Denn alle Menschen sind nach dem Bild Gottes erschaffen. Deshalb ist allen jener Respekt entgegenzubringen, der der Existenz dieses göttlichen Bildes im Menschen entspricht. Dies gilt auch für unsere Kirchengemeinden, die dazu aufgefordert sind, allen Menschen Liebe und Respekt entgegenzubringen.
Fazit
9. In der Gesellschaft, in der wir leben, finden ständig Veränderungen statt. Jene, in denen wir den Geist des Evangeliums Jesu Christi erkennen, begrüßen wir. Auch die traditionelle Familie steht heute vor radikalen Herausforderungen. Getreu dem Wort des Apostels Paulus an die Thessalonicher „Prüft alles und behaltet das Gute!“ (1 Thess 5,21) sind wir alle, liebe junge orthodoxe Christen, stets neu dazu aufgerufen, das Menschenbild unseres orthodoxen Glaubens zu vertreten, und vor allem zu leben.
Das Wort von der Familie als „Kirche im Kleinen“, die Urzelle der Kirche in ihrer Gesamtheit ist, ist für uns nach wie vor zukunftsweisend.
Gott segne Euch!
Frankfurt am Main, den 12. Dezember 2017

† Metropolit Augoustinos von Deutschland, Exarch von Zentraleuropa
Vorsitzender
und die übrigen Mitglieder
der Orthodoxen Bischofskonferenz in Deutschland

17/11/17

Μεταμοσχεύσεις-Εγκεφαλικός θάνατος


Παρέμβαση του π. Γερασίμου Φραγκουλάκη στο 48ο Ιερατικό Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας στην Κολωνία την Τετάρτη 1η Νοεμβρίου 2017.


Σεβασμιότατε, Θεοφιλέστατοι, σεβαστοί Πατέρες, αγαπητοί Αδελφοί,

κατ΄αρχήν επιθυμώ να εκφράσω τις θερμότατες ευχαριστίες μου προς την επιτροπή που με επέλεξε για να παρέμβω στην οικογενειακή μας αυτή σύναξη, στο 48ο Ιερατικό Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως μας και να αναφερθώ σε ένα θέμα αμφιλεγόμενο, αμφίγνωμο, αμφικλινές και αμφίκυρτο, στο θέμα των μεταμοσχεύσεων και του εγκεφαλικού θανάτου. Όπως αντιλαμβανόμεθα από μόνο του το καθένα από αυτά τα θέματα θα μπορούσε να αποτελέσει κεντρική εισήγηση.  
Κατεβλήθη προσπάθεια (επιτυχής ή ανεπιτυχής θα κριθεί εκ των υστέρων), προκειμένου να περιορισθώ στον προβλεπόμενο για την παρουσίαση χρόνο. Επειδή όμως αυτό δεν είναι κάτι το πολύ εύκολο, γι' αυτό παρακαλώ εκ των προτέρων την ανοχή και κατανόησή σας, αν χρειαστεί να κάνω "μεταμόσχευση" χρόνου, προκειμένου να σας παρουσιάσω τα όσα σκέφτηκα και έγραψα, όσα βρήκα και κατέγραψα, έχοντας βεβαίως υπόψη μου ότι θα μιλήσω ενώπιον ενός πεπειραμένου εκ της θυσιαστικής διακονίας του στο άγιο Θυσιαστήριο και αναλισκόμενο στην υπηρεσία του λαού του Θεού ακροατηρίου, απαρτιζομένου από τον σεβαστό κλήρο της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας και Εξαρχίας Κεντρώας Ευρώπης και επίσης ενώπιον ενός ειδικού επί του θέματος, έγκριτου επιστήμονα και ιεράρχη του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, του θεοφιλεστάτου επισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακαρίου, με τον οποίο προερχόμεθα ομού με τον πατέρα Γεώργιο Σιώμο εκ των εφημερίων της Μητροπόλεως μας, από την ίδια Μονή του Αγίου Γεωργίου Επανωσήφη, στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Παρακαλώ θερμά λοιπόν, να είσαστε επιεικείς στην κρίση σας, υπενθυμίζοντάς σας βασική αρχή του Ευαγγελίου: «Μην κρίνετε ίνα μη κριθείτε», η οποία βεβαίως υπενθύμιση θα μπορούσε να εκληφθεί και ως προειδοποίηση.  
Δεν θα σας διαφωτίσω ιδιαιτέρως, ούτε θα σας κάνω σοφότερους. Την παρέμβασή μου αυτή παρακαλώ να την δείτε ως απλή ενημέρωση, αλλά και ως αφορμή για συμπροβληματισμό πάνω σε ένα θέμα το οποίο σίγουρα θα σας έχει απασχολήσει στην ενάσκηση της ποιμαντικής διακονίας σας, όπως έχει απασχολήσει και την ελλαχιστότητά μου.
Ο τόπος της διακονίας μου το Αννόβερο, φιλοξενεί στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο μεγάλο Κέντρο Μεταμοσχεύσεων και μου έχει δοθεί η ευκαιρία κατά καιρούς να συναναστραφώ με υποψήφιους λήπτες συμπατριώτες μας, και λίγο-πολύ να έχω βιώσει την ψυχολογία τους.

Κεφάλαιο Πρώτο

Α΄ Περί μεταμοσχεύσεων γενικώς
        
         Ο Παναγιότατος Οικουμενικός Πατριάρχης μας κύριος Βαρθολομαίος λέει: «Η διακονία εις τον χώρον της υγείας δεν γνωρίζει γεωγραφικά όρια και δεν διακρίνει φυλάς, λαούς και γλώσσας, αλλά απευθύνεταιαδιακρίτως και ανεξαιρέτως προς πάντα κατ’ εικόνα Θεού πλασμένον άνθρωπον, ως ο Ίδιος ο Θεός, ο Ιατρός ψυχών τε και σωμάτων, έπραξε και πράττει».
Επομένως η μεταμόσχευση ιστών και οργάνων, ως ιατρική πράξη, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κοινωνικό δώρο, το οποίο αποσκοπεί στο να προσφέρει ποιότητα και παράταση ζωής σε ανθρώπους που σε διαφορετική περίπτωση παραμένουν αβοήθητοι.
Η αντικατάσταση φθαρμένων οργάνων από υγιή είναι αποδεκτή ιατρική θεραπεία και θεωρείται νίκη κατά της ασθένειας. Προϋποτίθεται η δωρεά, με αγάπη και ευαισθησία.
Παρόλ' αυτά όμως όσοι εμπλέκονται στην διαδικασία της μεταμοσχεύσεως και συγκεκριμένα, ο δότης, ο επιλεγμένος λήπτης και οι οικογένειές τους, το ιατρικό προσωπικό που συμμετέχει σ' αυτή την διαδικασία, το πλήθος των υποψηφίων ληπτών αλλά και η δεξαμενή των πιθανών δοτών, η κοινωνία ευρύτερα με την σχετική πολιτική που εφαρμόζει διαμορφώνουν μια ηθική κοινότητα εντός της οποία αναδεικνύονται ηθικά δικαιώματα και ηθικές διεκδικήσεις.
Σήμερα γίνεται μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού παλαιότερων ηθικών ζητημάτων, αλλά και αυτών που αφορούν στις νεότερες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στο επιστημονικό και κοινωνικοπολιτικό επίπεδο στην προσπάθεια ανεύρεσης περισσοτέρων οργάνων προς μεταμόσχευση. Η έλλειψη μοσχευμάτων έχει αρνητικές επιδράσεις σε όλο τον κόσμο για την ανθρώπινη ζωή. Σε εκατοντάδες χιλιάδες ανέρχεται παγκοσμίως ο αριθμός των ανθρώπων εκείνων που πεθαίνουν κάθε χρόνο εξαιτίας της ελλείψεως οργάνων προς μεταμόσχευση και σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και αρκετές δεκάδες χιλιάδες ατόμων που είναι ήδη ενταγμένοι σε λίστες αναμονής. Αυτό βάσει στατιστικών στοιχείων οφείλεται στο χάσμα μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης μοσχευμάτων το οποίο συνεχώς αυξάνεται, καθώς και στο γεγονός ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι καθίστανται ακατάλληλοι για δότες οργάνων, εξαιτίας του ότι πάσχουν από ασθένειες που προέρχονται από την ανθυγιεινή ζωή που κάνουν, φαινόμενο και αυτό του τρόπου με τον οποίο αντιλαμνανόμεθα την έννοια της καλοζωίας.

Β΄ Τα συστήματα "συγκατάθεσης"

Μια προσπάθεια για την αύξηση των δοτών γίνεται με την πολιτική-νομοθεσία που εφαρμόζουν τα διάφορα κράτη με το σύστημα "συγκατάθεσης" του δότη ή των συγγενών του. Το σύστημα αυτό σε σχέση με όλα τα άλλα υπάρχοντα συστήματα, θεωρείται αποδεκτό αλλά και πλέον αποτελεσματικό για την αύξηση των ανθρωπίνων μοσχευμάτων. Σε ορισμένες χώρες μεταξύ των οποίων είναι η Αυστρία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα, για την περίπτωση του πτωματικού δότη έχουν εγκαταλείψει το σύστημα της έκδηλης συγκατάθεσης του υποψήφιου δότη και εφαρμόζουν το σύστημα της εικαζομένης συναίνεσης, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι ασθενείς μετά τον θάνατό τους θεωρούνται αυτομάτως υποψήφιοι δότες, εκτός και αν οι ίδιοι όσο βρίσκονταν εν ζωή ή οι συγγενείς τους μετά τον θάνατό τους δηλώνουν την ένσταση-άρνησή τους γι' αυτό.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος της έλλειψης ανθρωπίνων οργάνων προς μεταμόσχευση προτείνεται η υιοθέτηση ενός διαφορετικού συστήματος έκδηλης συγκατάθεσης που περιλαμβάνει οικονομική επιβράβευση, (ο άνθρωπος που θα δηλώσει εν ζωή την μετά θάνατο δωρεάν οργάνων θα λάβει ένα ποσό φοροαπαλλαγής είτε μηνιαίως είτε εφάπαξ), ενώ αυξάνονται και οι συζητήσεις για την νομιμοποίηση της αγοραπωλησίας οργάνων.
Τα διάφορα προτεινόμενα συστήματα που στοχεύουν στην διεύρυνση της δεξαμενής των μοσχευμάτων, καθώς και η αγοραπωλησία οργάνων εγείρουν βεβαίως σημαντικά ηθικά ζητήματα.  

Γ΄ Κριτική των διαδικασιών μεταμόσχευσης.

Από πλευράς χριστιανικής το κίνητρο των μεταμοσχεύσεων θα πρέπει να είναι πνευματικό και κατά τη διαδικασία τους, θα πρέπει να προστατεύεται η συνείδηση του δότη και να μην παραβιάζονται οι πνευματικές αξίες.
Έτσι λοιπόν σε ότι αφορά στο σύστημα της έκδηλης συγκατάθεσης, η οποία προϋποθέτει τη "συνειδητή συναίνεση" του δότη, "αποτελεί πράξη αυταπάρνησης και αγάπης... και  ενέχει επίσης τις αρετές της ανιδιοτέλειας, της άρνησης των φυσικών δικαιωμάτων, της εμπιστοσύνης και του ενδιαφέροντος για τους άλλους, της αυτοπροσφοράς και της απαλλαγής από το φρόνημα της φιλοζωίας", όπως αναφέρεται στις "ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΩΝ" που δημοσίευσε στις 10 Δεκεμβρίου 1999, η Ειδική Συνοδική Επιτροπή Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Παρόλ' αυτά επειδή το πεδίο δεν είναι ξεκάθαρο, θα πρέπει να δημιουργηθούν ασφαλιστικές δικλίδες όχι μόνον να μην παραβιάζονται ηθικές αρχές και αξίες, αλλά η διαδικασία της μεταμοσχεύσεως να συντελεί στην πνευματική ολοκλήρωση όλων των εμπλεκομένων σε αυτήν κι έτσι να δοξάζεται ο Θεός. Η Εκκλησία είναι εκείνη, και όχι συγκεκριμένα αρμόδια ή αναρμόδια εκκλησιαστικά πρόσωπα, που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που χρειάζονται ούτως ώστε και ο δότης να αναπαύεται και να οπλίζεται με καρτερία στην αντιμετώπιση της ασθένειάς του, αλλά και ο λήπτης να ενισχύεται με δύναμη στην παράταση της ζωής του. Κι έτσι, οι δύο αυτές καταστάσεις, η ασθένεια ή η παράταση της ζωής να αποτελέσουν προϋπόθεση εκπλήρωσης του βαθύτερου σκοπού της δημιουργίας τους.
Το σύστημα της εικαζομένης συναίνεσης είναι ένα σύστημα το οποίο καταργεί ουσιαστικά το αυτεξούσιο και  δίδει πρωταγωνιστικό ρόλο στους συγγενείς. Η μη άρνηση των συγγενών αυτομάτως σημαίνει συναίνεση του δότη. Τι γίνεται όμως όταν δεν υπάρχουν ή δεν βρίσκονται συγγενείς; Μήπως σε αυτήν την περίπτωση καταργείται ο σεβασμός και η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας; Με το να έχουν πάλι τον κύριο λόγο οι συγγενείς μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην δωρεά οργάνων εξαιτίας προσωπικών, συναισθηματικών ή φιλοσοφικών αλλά και θρησκευτικών λόγων. Ελλοχεύει επίσης και ο κίνδυνος της παραβίασης θεμελιακών και ηθικών αρχών και αξιών, πολύ δε περισσότερο αν θα  υπάρξει διχοστασία στις απόψεις των συγγενών.
Προσωπικά φαντάζομαι πως στην περίπτωση της σεναίνεσης ίσως μπορούσε να ισχύει και το ενδεχόμενο της εκδίκησης: «Αφού δεν μπόρεσα εγώ όσο ζούσες να σε κόψω κομματάκια, θα συναινέσω με πρόσχημα τη μεταμόσχευση, για να το κάνουν οι γιατροί με το θάνατό σου».
Όσον αφορά τώρα στο διαφορετικό σύστημα έκδηλης συγκατάθεσης και στην αγοραπωλησία οργάνων εξυπακούεται ότι οι υποψήφιοι δότες υπό συνθήκες φτώχειας δεν είναι σε θέση να αποφασίσουν ελεύθερα και λογικά.
Ο φιλόσοφος Σίμον Ρίππον του Πανεπιστημίου του Χάρβαρτ, με εξειδίκευση στην ηθική και μεταδιδακτορικό δίπλωμα στην βιοηθική υποστηρίζει ότι, το εμπόριο οργάνων θα βλάψει σημαντικά τους φτωχούς ανθρώπους, καθώς η εισαγωγή της δυνατότητας εμπορευματοποίησης του ανθρωπίνου σώματος θα αλλάξει ουσιαστικά τους κανόνες που ορίζουν τις σχέσεις του καθενός από εμάς με το σώμα μας και μεταξύ μας. Αναφέρει ότι, από τη στιγμή που προσδίδουμε χρηματική αξία στο σώμα μας καθιστώντας το ως εμπορεύσιμο αγαθό, τότε το υποβάλλουμε στις κοινωνικές και νομικές διεκδικήσεις και ευθύνες που ρυθμίζουν και τις υπόλοιπες συναλλαγές. Το ζούμε άλλωστε αυτό στις μέρες μας, που εν μέσω της οικονομικής κρίσεως στην πατρίδα μας, αρκετοί είναι εκείνοι που προσφέρονται να πουλήσουν τουλάχιστον ένα από τα διπλά τους όργανα, προκειμένου να εξοικονομήσουν κάποια χρήματα για την αντιμετώπιση της καθημερινότητας.

Κεφάλαιο Δεύτερο

Α΄ "Εγκεφαλικός θάνατος"

Η ανάγκη που υπάρχει για την ανεύρεση όσο γίνεται περισσοτέρων οργάνων προς μεταμόσχευση έχει οδηγήσει στην πρόταση κάποιων επιστημόνων για επαναπροσδιορισμό του επίσημου ορισμού του θανάτου ούτως ώστε περισσότερες κατηγορίες και ένας μεγαλύτερος αριθμός ασθενών να είναι νομικώς αποδεκτοί ως δότες οργάνων. Πριν τη διαδικασία αφαίρεσης οργάνων για μεταμόσχευση ο υποψήφιος δότης πρέπει να χαρακτηρισθεί επισήμως "νεκρός" και έτσι χαρακτηρίζεται εκείνος ο οποίος έχει υποστεί "εγκεφαλικό θάνατο". Ως τέτοιος θάνατος ορίζεται «η μη αναστρέψιμη παύση όλων των λειτουργιών του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένου και του εγκεφαλικού στελέχους».[1] Είναι παγκοσμίως αποδεκτό ότι αν υπάρξει ανεπανόρθωτη βλάβη του εγκεφαλικού στελέχους, θεωρείται όλος ο εγκέφαλος νεκρός και κατά συνέπεια ο άνθρωπος που έχει υποστεί αυτή τη βλάβη είναι νεκρός.
Ο «εγκεφαλικός θάνατος» θεωρείται ως η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου του ατόμου. Έτσι, άνθρωποι με εγκεφαλικό θάνατο δεν αντιμετωπίζονται θεραπευτικά ως ζώντες. Αυτοί υποβάλλονται σε κατάλληλη υποστήριξη προκειμένου να διατηρηθούν τα όργανα τους στην καλύτερη δυνατή βιολογική κατάσταση, ώστε να μπορούν να προσφέρουν ζωή σε άλλους ανθρώπους.
Το 1968 ορίζεται από το Πανεπιστήμιο του Harvard ότι ο «εγκεφαλικός θάνατος» προϋποθέτει «βαθύ, απνοϊκό κώμα», στη διαδικασία του οποίου μπορούν να ληφθούν όργανα.
Το 1981 επιτροπή εμπειρογνωμόνων στις ΗΠΑ όρισε το θάνατο ως: α) μη αναστρέψιμη παύση των λειτουργιών της κυκλοφορίας και της αναπνοής, β) μη αναστρέψιμη παύση λειτουργιών του εγκεφάλου.
Το 1996 το Β΄Παγκόσμιο Συμπόσιο για τον «εγκεφαλικό θάνατο» τον εξίσωσε με την απώλεια της συνείδησης παραμερίζοντας βιολογικές εκδηλώσεις ζωής.
Τον «εγκεφαλικό θάνατο» ακολουθεί ο «σωματικός θάνατος», δηλαδή ο θάνατος όλων των οργάνων του σώματος με ένα μεσοδιάστημα 48 έως 72 ωρών. Στο μεσοδιάστημα αυτό απορρυθμίζονται προοδευτικά όλες οι λειτουργίες του οργανισμού. Η διατήρηση της βιολογικής ζωής των οργάνων, ώστε αυτά να ληφθούν προς μεταμόσχευση είναι δυνατή μόνο με τεχνητά μέσα και αυτό επιτυγχάνεται όταν αυτός που υφίσταται τον «εγκεφαλικό θάνατο» είναι διασωληνωμένος σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ).
Σ' αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο «εγκεφαλικός θάνατος» δεν έχει καμιά σχέση με την φυτική κατάσταση[2] στην οποία υποπίπτουν οι ασθενείς εκείνοι οι οποίοι υφίστανται σοβαρή εγκεφαλική βλάβη και δεν λειτουργεί ο φλοιός του εγκεφάλου, γνωστός και ως «κλινικός θάνατος», ενώ η λειτουργία του εγκεφαλικού στελέχους είναι ικανοποιητική. Στην περίπτωση αυτή ανήκουν οι ασθενείς εκείνοι οι οποίοι χαρακτηρίζονται «φυτά». Να αποσαφηνισθεί βεβαίως ότι, ουδεμία σχέση με αυτούς έχουν, όσους ονομάζουμε «φυτά» ή «φύτουλες» λόγω της εντατικής ενασχόλησής τους με την μελέτη. Το ίδιο ισχύει και για εκείνους που πάλι ονομάζουμε «φυτά», λόγω της αποκολοκύνθωσης, κοινώς αποβλάκωση που τους διακατέχει.
Η διάκριση μεταξύ «εγκεφαλικά νεκρού» και εκείνου που βρίσκεται σε «φυτική κατάσταση» είναι ιατρικώς πολύ ευδιάκριτη.

Β΄ "Καρδιακός θάνατος"

Αν και δεν συμπεριλαμβάνεται στο θέμα μου, εντούτοις θεωρώ  σκόπιμη μια πολύ σύντομη αναφορά στον «καρδιακό θάνατο», όρο τον οποίο συχνά συναντούμε σε θέματα μεταμόσχευσης.
Για να διευρυνθεί η «δεξαμενή» των δοτών οργάνων κάποιοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι, μπορεί να γίνεται δωρεά οργάνων από κάποιον που έχει υποστεί «καρδιακό θάνατο». Στον θάνατο αυτό έχουμε μη αναστρέψιμη παύση της κυκλοφορίας, του κτύπου της καρδιάς και της αναπνοής. Υπάρχουν όμως σημαντικές ενστάσεις ως προς την αποδοχή του καρδιακού θανάτου, διότι δεν είναι σίγουρο σε όλες τις περιπτώσεις ότι μετά από κάποιες συγκεκριμένες ενέργειες δεν θα επέστρεφε στη ζωή ο ασθενής. Κι έτσι ενώ θα μπορούσε να σωθεί, αντί να αντιμετωπίζεται ως ασθενής, αντιμετωπίζεται ως υποψήφιος δότης.

Συμπεράσματα

Η ανάπτυξη της ιατρικής στον τομέα των μεταμοσχεύσεων και η ανάγκη μοσχευμάτων που δημιουργείται, καθιστά την αφαίρεση οργάνων προς μεταμόσχευση δυνατή σε ποικίλες καταστάσεις θανάτου με αποτέλεσμα αυτό το ιατρικό επίτευγμα να υπόκειται σε ποικιλόμορφη κριτική, πολλές φορές αρνητική. Πολλοί είναι οι υπαινιγμοί που συνοδεύουν τους εναλλακτικούς ορισμούς θανάτου. Αυτή είναι μια υπόθεση που απασχολεί και τους πιστούς της Εκκλησίας μας, πολλοί από τους οποίους δεν βλέπουν με καλό μάτι την όλη υπόθεση των μεταμοσχεύσεων.
Οι αρνητικοί και πολλές φορές ύποπτοι υπαινιγμοί που συνοδεύουν τους εναλλακτικούς ορισμούς θανάτου, ενδέχεται να τροποποιήσουν τον ηθικό καθαρά χαρακτήρα της μεταμόσχευσης και να αποτρέψουν πιθανούς δότες στο να προσφέρουν τα όργανά τους.
Η όλη τακτική που αφορά στην προσφορά οργάνων προς μεταμόσχευση όπως έχει διαμορφωθεί, μάλλον αποτρέπει παρά προτρέπει στην αύξηση εθελοντών δοτών.
Η Εκκλησία μπορεί να αγωνισθεί για τον θετικό επηρεασμό των πιστών και η εξεύρεση μοσχευμάτων να μην αποτελεί επιδιωκόμενο σκοπό αλλά φυσικό αποτέλεσμα. Πολλοί από τους πιστούς μας είναι εκείνοι που λένε ότι, όταν επέλθει ο θάνατός τους θέλουν να καούν, γιατί φοβούνται μη τυχών και τους θάψουν ζωντανούς. Να, μια καλή ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί τους για τη μεταμόσχευση, με την μακάβρια λογική του σίγουρου θανάτου, μιλώντας τους βέβαια χωρίς ωμότητες, γιατί τότε δικαιολογημένα, θα το βάλουν στα πόδια.
Ως γενικότερο δε συμπέρασμα θα λέγαμε ότι, επειδή το θέμα των μεταμοσχεύσεων βρίσκεται σε νηπιάζουσα κατάσταση, θα πρέπει όλοι οι φορείς που ασχολούνται με αυτό να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί και στα λόγια και στα έργα τους. Οι υποψήφιοι λήπτες συνήθως είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι και εύκολα οδηγούνται στην απογοήτευση.

Επίμετρο

Χάσαμε που χάσαμε το μέτρο, (του χρόνου εννοώ), έχουμε και επίμετρο και ως γνωστόν το επίμετρο προσφέρεται και για να πεις και για να γράψεις ό,τι θέλεις ακόμα και εκτός θέματος.
Σκέφτομαι λοιπόν, αν δεχθούμε ότι από την καρδιά εκπηγάζουν τα αισθήματα και σε αυτήν εδράζονται τα συναισθήματα, κατά πόσο ωφέλιμη θα είναι η μεταμόσχευση της καρδιάς που είναι γεμάτη με το αντίδοτο της αγάπης, της καρδιάς που είναι από «πέτρα», που στάζει μίσος και κακία. Τι καλό θα έχει για παράδειγμα, η καρδιά του αγνώμονα, του ανθρώπου εκείνου που για το προσωπικό του συμφέρον θυσιάζει όχι μόνο φίλους, αλλά και ανθρώπους που αποδεδειγμένα του συμπαραστάθηκαν και τον υποστήριξαν σε δύσκολες και καθοριστικές στιγμές της ζωής του. Αυτό το φαινόμενο βεβαίως δεν παρατηρείται μόνο στους λαϊκούς, αλλά και σε εμάς τους κληρικούς και θα έλεγα περισσότερο μάλλον. Γι' αυτό λοιπόν αναρωτιέμαι, αν θα πρέπει να μεταμοσχεύεται τέτοια καρδιά "ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται".
Και κάτι προσωπικό. Αν και έχει αλλάξει η διαδικασία τώρα, πριν από τριάντα χρόνια περίπου είχα κάνει δήλωση για εθελοντική προσφορά οργάνων και έχω εφοδιαστεί και με την ανάλογη ταυτότητα. Θα συνιστούσα όμως να μην σκεφθούν επ' ουδενί να μεταμοσχεύσουν τον εγκέφαλό μου, γιατί κατά την κρητική ντοπιολαλιά «όσα καλλιμέντα έχει καωμένα σε μένα, θα κάμει και σε κιονά που θα τον επάρει».  

Επίλογος

Και επί τέλους τέλος! Φρονώ ότι λόγω θέματος όλοι μας έχουμε υποβληθεί σε «μνεία θανάτου».­ Αν και κατά τον ιερό Χρυσόστομο: «Ου γαρ το αποθανειν κακόν, αλλά το αποθανείν κακώς».
 Κλείνω λοιπόν με την ευχή: «Ο Θεός, ο ετάζων καρδίας και νεφρούς,  παράσχει χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν επί του φοβερού βήματος της Αγίας και ενδόξου αυτού Δευτέρας Παρουσίας. Γένοιτο!".
         Σας ευχαριστώ όλους για την υπομονή σας!







[1] Το εγκεφαλικό στέλεχος είναι δομή του εγκεφάλου. Είναι το ουραίο (χωρικά κατώτερο) τμήμα του εγκεφάλου και δομικά αποτελεί συνέχεια του νωτιαίου μυελού. Το εγκεφαλικό στέλεχος ήταν από τις πρώτες δομές του εγκεφάλου που εξελίχθηκαν.
[2] Φυτική κατάσταση: διατήρηση αυτόματης αναπνοής και καρδιαγγειακής λειτουργίας όχι όμως και της συνείδησης.