29/2/12

ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΕΤΗ ΣΑΣ ΠΑΝΑΓΙOΤΑΤΕ!


Του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Φραγκουλάκη (Αννόβερο Γερμανίας)

Φέτος ο Παναγιότατος Οικουμενικός Πατριάρχης μας κ.κ. Βαρθολομαίος άγει τα γενέθλιά Του κατ’ ακρίβειαν, μια και το 2012 είναι δίσεκτο έτος, οπότε ο μήνας Φεβρουάριος αριθμεί και 29η ημέρα, που είναι η γενέθλιος ημέρα Του, καθότι είναι γεννηθείς την 29η Φεβρουαρίου 1940.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει κάτι ιδιαίτερο, εκτός από το γεγονός ότι, η ημέρα αυτή λόγω του ότι είναι κάθε τέσσερα χρόνια, αποτελεί σπάνια γενέθλιο ημερομηνία.
Όσον δε αφορά τον Παναγιότατο έρχεται και αυτό το σπάνιο γεγονός να προστεθεί στα σπάνια χαρίσματά Του. Τον κοσμούν πολλά και σπάνια χαρίσματα που τον καθιστούν «τον κατάλληλο άνθρωπο, στην κατάλληλη θέση» ή σύμφωνα με την προς Εβραίους Επιστολή, «τοιούτος γαρ ημίν έπρεπεν αρχιερεύς» (κεφ. 7, στ. 26) και εν προκειμένω Πατριάρχης.
Έχω την υψίστη ευλογία και τιμή να τον έχω γνωρίσει από κοντά και να έχω ζήσει κάποιες στιγμές μαζί Του. Γνώρισα την απλότητά Του και την πατρική αγάπη Του. Απλός, αεικίνητος, ακούραστος. Πρόθυμος να μιλήσει με όλους όσοι τον πλησιάζουν, απλά, πατρικά, οικεία. Ανεπηρέαστος από σπουδές και διπλώματα, αξιώματα και τιμές, προσηνής και απλοϊκός προς όλους. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικός, γιατί όπως ό ίδιος έχει δηλώσει «και ο Πατριάρχης είναι παιδί του λαού» και «αν δεν κοιταζόμαστε στα μάτια, δεν είμαστε αληθινοί άνθρωποι. Για να είμαι ο εαυτός μου, σε χρειάζομαι.»
Δεν είμαι σε θέση να κάνω σύγκριση μεταξύ του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και των προκατόχων του. Ούτε την ικανότητα διαθέτω, μα και ούτε είναι η δουλειά μου αυτή. Μπορώ όμως να συνομολογήσω με τους πολλούς ότι, στην παρούσα συγκυρία, ο Θεός ευλόγησε να έχουμε Οικουμενικό Πατριάρχη, τον καταλληλότερο.
Με ακλόνητη την πίστη ότι, «το χαρακτηριστικόν της Εκκλησίας του Χριστού είναι ότι, αποτελεί μίαν μεγάλην πνευματικήν οικογένειαν» ενίσχυσε το Συνοδικό σύστημα, διευρύνοντας την Σύνοδο του Οικουμενικού Θρόνου. Προήγαγε τον οικουμενικό διάλογο. Προώθησε τον διαθρησκειακό διάλογο. Συνέχισε το ενδιαφέρον του Οικουμενικού Θρόνου για τη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, με την σύγκληση Οικολογικών Σεμιναρίων στη Χάλκη και διεθνών Συμποσίων. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο, ότι έχει χαρακτηρισθεί ως «Πράσινος» Πατριάρχης.
Όπως ο ίδιος είπε σε ομιλία του, τον περασμένο Οκτώβριο στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την συμπλήρωση εικοσαετίας στον Οικουμενικό Θρόνο: «Δεν επαύσαμεν, εν εσπέρα και πρωί και μεσημβρία και εν παντί καιρώ, να προσθέτομεν έλαιον εις την κανδήλαν του Φαναρίου».
Ευχόμεθα, μετά βαθυτάτου σεβασμού, ο Κύριος να αυξάνει τα έτη της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου ημών κ.κ. Βαρθολομαίου. Να τον αξιώνει δε πάντα να συμπληρώνει έλαιον εις την κανδήλαν, «εις το ταπεινόν μεν και πάντοτε εσταυρωμένον, αλλά και πάντοτε φωτεινόν καί τηλαυγίζον Φως Χριστού Φανάριον, εις το Πατριαρχείον μας», κατά την ρήση του, για το καλό της Ορθοδοξίας, για το καλό όλων μας!
Αναδημοσίευση από το ΦΩΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ

27/2/12

Ο ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΓΝΩΜΗΣ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΜΑΣ

Ήταν πραγματικά μια πολύ όμορφη εικόνα. Η αλήθεια ότι δεν περιμέναμε τόσο κόσμο. Και όμως ο ναός ήταν κατάμεστος! Πρώτος Κατανυκτικός Εσπερινός στον ιερό ναό Τριών Ιεραρχών, στο Αννόβερο. Ο Εσπερινός της Συγγνώμης.
Η ακολουθία τελέσθηκε με απόλυτη εκκλησιαστική τάξη και κατάνυξη. Στο τέλος σταμάτησαν μπροστά στην Ωραία Πύλη οι ιερείς και οι πιστοί άρχισαν να περνούν ένας, ένας για να ζητήσουν και να παράσχουν συγχώρηση και να ευχηθούν "Καλή Σαρακοστή". Και στεκόταν ο ένας δίπλα στον άλλο. 'Ανδρες, γυναίκες, παιδιά, όλοι περνούσαν και φτιάχναν αλυσίδα. Μια ανθρώπινη αλυσίδα η οποία απλώθηκε περιμετρικά μέσα στο ναό και συνεχώς αυξανόταν. Έφτασε μπροστά στην Ωραία Πύλη και συνέχιζε να γίνεται διπλή. Τόσος κόσμος σε παρόμοιο Εσπερινό δεν ήταν ποτέ, τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια. Και φαίνεται πως ο κόσμος αυτός είναι προβληματισμένος. Ζητά καταφυγή και προστασία σ' Εκείνον, γιατί όπως όλοι ψιθυρίζουν μόνο Αυτός, "μόνο ο Θεός μπορεί να μας λυπηθεί!"
«Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και Σοι μόνω λατρεύομεν». Αξίωσέ μας Κύριε να εορτάσουμε όλοι μαζί και την Αγία Σου Ανάσταση!

26/2/12

Λόγος Κατηχητήριος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, επί τη ενάρξει της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. (ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ)

    

 
 + Bartholomaios
durch Gottes Erbarmen Erzbischof von Konstantinopel, dem Neuen Rom, und Ökumenischer Patriarch dem ganzen Volk der Kirche Gnade und Friede von Christus, unserem Erlöser, von uns aber Fürsprache, Segen und Vergebung


„Freudig lasst uns, Gläubige, empfangen, des Fastens gottgegebene Kunde.“
 

Geliebte Brüder und Kinder im Herrn,
in der jüngsten Zeit zeigt sich allenthalben eine zunehmende Beunruhigung. Wir sehen uns mit einer Fülle von Problemen konfrontiert. Die Welt leidet und verlangt Hilfe. Tatsächlich durchleben wir eine generelle Krise. Einige nennen sie eine Krise der Wirtschaft, andere eine Krise der Politik. Für uns handelt es sich um eine Entgleisung des geistlichen Lebens. Und
dafür gibt es eine Therapie. Es werden viele Lösungen angeboten und viele Auffassungen geäußert. Doch die Probleme bleiben. Der Mensch fühlt sich alleingelassen und einsam. Er verkennt sein eigenes Wesen. Er verharrt in einer von Unklarheit und Verzweiflung hervorgerufenen Niedergeschlagenheit.
Die vorgeschlagenen Lösungen, in welche Richtung sie auch gehen, zu welchem Resultat sie auch führen mögen, erlösen den Menschen nicht, denn sie befreien ihn prinzipiell nicht aus der Gefangenschaft der Verwesung und des Todes. Die Kirche ist der gottmenschliche Herr, der Befreier unserer Seelen. Wenn der Mensch den Raum der Kirche betritt, tritt er ein in ein Klima der göttlichen Tröstung, der Versöhnung des Himmels mit der Erde. Er kommt nach Hause. Sein Geist wird ruhig. Er findet die Schönheit des Himmels und eine geistliche Reife, „die die ganze Welt mit göttlichem Wohlgeruch erfüllt“. Die Kirche kennt alle unsere Leiden. Und sie hat die Kraft, uns von ihnen zu befreien. Sie ruft uns zur Umkehr. Sie beschönigt nicht die Lüge, sie leugnet nicht die Abgründe. Sie sagt uns die ganze Wahrheit. Und sie hält uns dazu an, uns der Wirklichkeit zu stellen, wie sie ist, und uns dessen bewusst zu werden, dass wir Staub und Asche sind.
Im Großen Kanon des hl. Andreas von Kreta ist die Rede von den Tränen der Umkehr, von den Tränen der Traurigkeit und vom Schmerz der Wunden. Aber dem folgen die Ruhe der Seele und die Gesundheit des Geistes. Unser Schöpfer und Erlöser lebt. Er hat uns um der Fülle seines Erbarmens willen unseren Platz genau in der Mitte zwischen Sterblichkeit und Unsterblichkeit gegeben. Er hat uns nicht verlassen. Er ist gekommen und hat uns erlöst. Er hat durch sein Kreuz den Tod vernichtet. Er hat uns die Unsterblichkeit des Fleisches geschenkt.
Warum sollten wir uns, die wir Glieder des Leibes Christi sind, grundlos beunruhigen lassen? Warum nehmen wir unsere Zuflucht nicht zu Ihm? Die Kirche schert sich nicht um die Verwesung, noch überlässt sie uns ihr. Sie kennt die tiefsten Sehnsüchte des Menschen und kommt zu uns als unser Beistand und Erlöser. Wir bedürfen der Nahrung. Doch „der Mensch lebt nicht vom Brot allein“ (Mt 4,4). Wir brauchen ein geistliches Erkennen, doch wir sind nicht wie die Körperlosen. In der Kirche finden wir die Fülle des Lebens und der Erkenntnis in Gestalt einer gottmenschlichen Balance. Fern von Gott wird der Mensch untauglich und geht zugrunde. Wo die materiellen Güter im Überfluss vorhanden sind und die Verschwendung herrscht, gedeihen die Versuchungen der Skandale und die Verwirrung durch die Verfinsterung des Geistes.
Wo der Mensch in der Furcht Gottes lebt und alles mit Danksagung und Dankbarkeit empfängt, wird alles geheiligt. Das Wenige wird gesegnet, dass es genügt, und das Vergängliche empfängt das Licht der Unvergänglichkeit. Der Mensch empfängt das Zeitliche als Gabe Gottes. Und er wird schon von heute an mit dem Unterpfand des künftigen Lebens ernährt. Die Probleme werden nicht einfach nur gelöst; vielmehr verwandeln sich die Qualen der Heimsuchungen in Lebenskraft und werden zum Anlass für Lobpreis. Wenn das in uns geschieht, wenn der Mensch seine persönliche Ruhe und Erlösung dadurch findet, dass er Christus, seinem Gott, alles anheimstellt, dann wird sein Geist erleuchtet. Dann erkennt er sich selbst und die ganze Welt. Dann hat er Vertrauen zur Liebe dessen, der die Macht hat. Dieser Prozess festigt den Gläubigen selbst. Zugleich bestärkt er durch eine unsichtbare Ausstrahlung auch all jene, die hungern und dürsten nach der Wahrheit.
ἀDie ganze Welt bedarf der Rettung durch ihren Schöpfer und Bildner. Die ganze Welt bedarf der Gegenwart des Glaubens und der Gemeinschaft der Heiligen. Lasst uns unserem Herrn und Gott auch in dieser heiligen Fastenzeit für alle seine Wohltaten danken.
Siehe, jetzt ist die willkommene Zeit, siehe jetzt ist die Zeit der Umkehr.
Lasst uns das Meer des Fastens mit Reue und dem Bekenntnis unserer Sünden befahren, um so zur nicht endenden Freude der Auferstehung unseres Herrn und Gottes und Erlösers Jesus Christus zu gelangen. Ihm gebührt alle Herrlichkeit, Ehre und Anbetung von Ewigkeit zu Ewigkeit. Amen.
Heilige Große Fastenzeit 2012
Patriarch Bartholomaios von Konstantinopel
Euer aller inständiger Fürbitter bei Gott



 
+ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ’ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ


«Περιχαρώς δεξώμεθα πιστοί, το θεόπνευστον διάγγελμα της νηστείας».

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω,
Κατά τον τελευταίον καιρόν παρατηρείται μία έξαρσις ανησυχιών. Πολλά προβλήματα αναφύονται. Ο κόσμος υποφέρει και ζητεί βοήθειαν.
Διερχόμεθα πράγματι μίαν γενικωτέραν δοκιμασίαν. Άλλοι την ονομάζουν ύφεσιν οικονομικήν, άλλοι κρίσιν πολιτικήν.
Δι ἡμᾶς είναι εκτροπή πνευματική. Και υπάρχει θεραπεία. Πολλαί λύσεις δίδονται και απόψεις ακούγονται. Αλλά τα προβλήματα παραμένουν.
Ο άνθρωπος αισθάνεται εγκαταλελειμμένος και μόνος. Αγνοείται η βαθυτέρα φύσις του. Παραμένει εις την κατήφειαν της ασαφείας και της απογνώσεως.

Αι προτεινόμεναι λύσεις, οποιανδήποτε κατεύθυνσιν η έκβασιν και αν έχουν, δεν λυτρώνουν τον άνθρωπον, διότι εκ προοιμίου τον αφήνουν δέσμιον της φθοράς και του θανάτου. Η Εκκλησία είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο ελευθερωτής των ψυχών ημών. Εισερχόμενος ο άνθρωπος εις τον χώρον της Εκκλησίας εισέρχεται εις το κλίμα της θείας παρακλήσεως, της συμφιλιώσεως του ουρανού και της γης.
Έρχεται εις τα ίδια. Ηρεμεί το πνεύμα του. Ευρίσκει εν ουράνιον κάλλος και μίαν ωριμότητα πνευματικήν «ευωδίας ενθέου πληρούσαν πέρατα κόσμου».
Η Εκκλησία γνωρίζει όλα όσα υποφέρομεν. Και έχει την δύναμιν να μας ελευθερώση. Μας καλεί εις μετάνοιαν. Δεν ωραιοποιεί το ψεύδος ούτε αποκρύπτει τα δεινά. Λέγει όλην την αλήθειαν. Και προτρέπει τον άνθρωπον να αντικρύση την πραγματικότητα ως έχει. Να συνειδητοποιήσωμεν ότι είμεθα γη και σποδός.

Εις τον Μέγαν Κανόνα του Αγίου Ανδρέου γίνεται λόγος δια τα δάκρυα της μετανοίας και τον κλαυθμόν του πένθους, τον πόνον των τραυμάτων. Αλλά ακολουθεί η ανάπαυσις της ψυχής και η υγεία του πνεύματος.
Υπάρχει ο Πλάστης και Σωτήρ ημών. Εκείνος δια το πλήθος του ελέους Του μας ετοποθέτησεν εις το μεθόριον της αφθαρσίας και της θνητότητος. Δεν μας εγκατέλειψεν. Ήλθε και μας έσωσε. Κατέλυσε τω Σταυρώ Του τον θάνατον. Εχαρίσατο ημίν την αφθαρσίαν της σαρκός.

Εφ ὅσον είμεθα σύμφυτοι του Χριστού, διατί ταρασσόμεθα ματαίως; Διατί δεν προστρέχομεν εις Αυτόν;
Η Εκκλησία δεν σχολιάζει την φθοράν ούτε μας εγκαταλείπει εις αυτήν. Γνωρίζει τας βαθυτέρας εφέσεις του ανθρώπου και έρχεται ως αρωγός και λυτρωτής ημών. Έχομεν ανάγκην της τροφής. Αλλ «ουκ επ ἄρτῳ μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. δ 4).
Εχομεν ανάγκην της πνευματικής κατανοήσεως, αλλά δεν είμεθα ασώματοι. Εις την Εκκλησίαν ευρίσκομεν το πλήρωμα της ζωής και της κατανοήσεως ως θεανθρωπίνην ισορροπίαν. Μακράν του Θεού ο άνθρωπος εξαχρειούται και διαφθείρεται. Εκεί όπου αφθονούν τα υλικά αγαθά και θεοποιείται η σπατάλη, ευδοκιμούν οι πειρασμοί των σκανδάλων και η σύγχυσις της σκοτώσεως.

Εκεί όπου με δέος ζη ο άνθρωπος και δέχεται τα πάντα με ευχαριστίαν και ευγνωμοσύνην, όλα αγιάζονται. Το ολίγον ευλογείται ως αρκετόν, και το φθαρτόν ενδύεται την αίγλην της αφθαρσίας. Απολαμβάνει ο άνθρωπος το πρόσκαιρον ως δώρον Θεού. Και τρέφεται με τον αρραβώνα της μελλούσης ζωής από σήμερον.
Όχι μόνον λύνονται τα προβλήματα, αλλά και οι πόνοι των δοκιμασιών μεταβάλλονται εις δύναμιν ζωής και αφορμήν δοξολογίας.
Όταν αυτό συμβή εντός ημών∙ όταν ο άνθρωπος ευρίσκη την προσωπικήν του ανάπαυσιν και σωτηρίαν δια της παρακαταθέσεως των πάντων Χριστώ τω Θεώ, τότε φωτίζεται ο νους του.
Γνωρίζει τον εαυτόν του και τον κόσμον όλον. Έχει εμπιστοσύνην εις την αγάπην του Δυνατού. Αυτό το γεγονός τον ίδιον τον πιστόν στηρίζει. Και μεταδίδεται δι ἀοράτου ακτινοβολίας ως ενίσχυσις προς όλους τους πεινώντας και διψώντας την αλήθειαν.

Ο κόσμος όλος έχει ανάγκην της σωτηρίας από τον Δημιουργόν και Πλάστην του. Ο κόσμος όλος έχει ανάγκην από την παρουσίαν της πίστεως και την κοινωνίαν των Αγίων. Ας ευχαριστήσωμεν τον Κύριον και Θεόν ημών δι ὅλας τας ευεργεσίας Του, και δια την παρούσαν περίοδον της Αγίας Τεσσαρακοστής.           

Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός μετανοίας.

Είθε να διαπλεύσωμεν το της Νηστείας πέλαγος δια συντριβής και εξομολογήσεως, ώστε να φθάσωμεν εις την άληκτον χαράν της Αναστάσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις τον Οποίον πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βιβ´
+ Ο Κωνσταντινουπόλεως 
διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών

21/2/12

ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ ΜΑΣ

Το Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012 πραγματοποιήθηκε η αποκριάτικη γιορτή, του Κατηχητικού Σχολειού της ενορίας μας.
Μετά τον Εσπερινό μαζεύτηκαν γονείς και παιδιά στην αίθουσα του Ενοριακού μας Κέντρου και μέσα σε ατμόσφαιρα χαράς και κεφιού γιόρτασαν την αποκριά. 
Μετά το φαγητό ακολούθησαν παιχνίδια, ποιήματα και αυτοσχέδια σκετσάκια από τα παιδιά, τα οποία για άλλη μια φορά ξεδίπλωσαν το ταλέντο τους και σκόρπισαν σε όλους γέλιο μέχρι δακρύων και πολύ χαρά. Ήταν μια γιορτή φτιαγμένη από τα παιδιά, χωρίς τις παρεμβάσεις των μεγάλων και ήταν τόσο όμορφα που και οι μεγάλοι δεν άντεξαν. Έγιναν κι αυτοί παιδιά και συμμετείχαν στα παιχνίδια.

Την Κυριακή 19 Φεβρουαρίου, το βράδυ στρώθηκε αποκριάτικο τραπέζι από τους συνεργάτες της ενορίας, όπου παρακάθησαν μαζί με τους εφημερίους π. Γεράσιμο και π. Αλέξανδρο. 
Η βραδιά κύλησε όμορφα με φαγητό και συζήτηση και αντιλάγησαν ευχές για καλή και ευλογημένη Σαρακοστή. 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΥ


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΕ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ



 

10/2/12

Λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου εις την παραβολήν του Ασώτου.

 «Πάντοτε μεν, αδελφοί, οφείλουμε να διακηρύττουμε τη φιλανθρωπία του Θεού (δι’ αυτής, λοιπόν, ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν) μάλιστα σ’ αυτόν τον καιρόν των Νηστειών οφείλουμε να κάμνομεν, χάριν της κοινής ωφελείας....
Ας πούμε, λοιπόν, περί της μετανοίας, αυτά που είπεν ο Χριστός, ο Δεσπότης και φιλάνθρωπος Υιός του φιλαν­θρώπου Πατρός, ο μόνος γνήσιος εξηγητής της Πατρικής Ουσίας. Ας αναπτύξουμε όλην την Παραβολήν για τον Άσωτον, για να μάθουμε από αυτήν πώς πρέπει να προσευχώμεθα στον Απροσπέλαστον και πώς να ζητούμε συγχώρηση των αμαρτιών μας.
Ο Σωτήρ εδώ διαλέγεται όχι αντικειμενικώς, αλλά Παραβολικώς. Γι’ αυτό και για τον Πατέρα του ομιλεί σαν για κάποιον άνθρωπον, όπως και για τους δούλους, ομιλεί σαν να είναι τέκνο, για να δείξει την στοργήν του Θεού προς τους ανθρώπους. Κάποιος άνθρωπος, λέγει, είχε δύο υιούς. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Είναι ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγοριάς. Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο υιοί; Ήσαν οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Ήσαν αυτοί που τηρούσαν τα θεία προστάγματα και οι παραβαίνοντες τις εντολές του Θεού. Και είπεν ο νεώτερος στον πατέρα του. Και ποιος είναι αυτός ο νεώτερος υιός; Αυτός που έχει άστατη γνώμη και μεταφερόμενος εδώ και εκεί από τους ανέμους της νεότητος. Και εκ φύσεως μεν ανεγνώρισε τον Πλάσαντα ως Πατέρα, αλλά εκ κακής προαιρέσεως δεν Τον ετίμησε. Και λέγει. Πατέρα, δος μου το ανάλογον της περιουσίας που μου ανήκει. Καλώς εζήτησεν από τον Θεόν τον θεϊκόν πλούτον, αλλά κακώς εδαπάνησε. Και ο πατέρας εχώρισεν στα παιδιά την περιουσίαν. Έδωσεν σ’ αυτούς, ως Κτίστης, όλην την κτίση. Παρέσχε σ’ αυτούς σώματα και λογικές ψυχές, που από τον ορθόν λόγον χειραγωγούμενοι να μη διαπράττουν τίποτε παράλογο. Έδωσεν σ’ αυτούς τον νόμον Του, τον φυσικόν και τον γραπτόν ωσάν θείον παιδαγωγόν. Και έτσι με τον νόμον παιδαγωγούμενοι εφαρμόσουν τις θελήσεις του Νομοθέτου.
Και ύστερα από λίγες ημέρες μάζεψε το μερίδιό του, ο νεώτερος υιός (ωσάν νεώτερος ενήργησε) "απεδήμησεν εις χώραν μακράν". Έφυγεν από τον Θεόν και έφυγε και ο Θεός απ’ αυτόν. Ο Θεός δεν εκβιάζει εκείνον που δεν θέλει να υποταχθεί. Γιατί όλες οι αρετές είναι καρπός ελευθερίας και όχι εξαναγκασμού. Και εκεί διεσκόρπισεν την περιου­σίαν του ζώντας ασώτως. Εκεί όλον τον πλούτο της ψυχής του τον έχασε. Εκεί εναυάγησε με σαρκικές τέρψεις. Εκεί παίζοντας και εμπαιζόμενος κατήντησε πένης. Εκεί αγοράζοντας ψυχοφθόρες ηδονές και γέλωτες, εκέρδησε αιτίες δακρύων.
Και τις μεν αρετές που είχε, τις έχασε. Τις δε κακίες, που δεν είχε απέκτησε. Αφού εδαπάνησε όλον τον πλούτον του (γιατί είναι αδύνατον να παραμείνει ο πλούτος της χάριτος σ’ αυτούς που ζουν αισχρώς), έγινεν στην χώρα αυτήν ισχυρός λιμός. Γιατί όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι της σωφροσύνης, εκεί λιμός ισχυρός.
Όπου δεν φυτεύεται η άμπελος της εγκρατείας, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το σταφύλι της αγνότητος δεν ληνοπατείται, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το ουράνιον γλεύκος δεν τρέχει, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου υπάρχει ευφορία κακών εκεί πάντως θα υπάρχει αφορία των αγαθών. Όπου αφθονία των πονηρών πράξεων, εκεί πάντως σπανίζουν οι αρετές. Όπου δεν πηγάζει το έλαιον της φιλανθρωπίας, εκεί λιμός ισχυρός. Τότε, λοιπόν, αυτός άρχισε να στερείται τροφής. Γιατί δεν έμειναν σ’ αυτόν, παρά μόνον τα κακά της ακράτειάς του επειδή έπραξε τα κακά της αμαρτίας. Και αμέσως υπετάγη σε έναν πολίτην εκείνης της χώρας. Πολίτες δε εκείνης της χώρας ήσαν οι δαίμονες, όπου είχε μεταναστεύσει. Και ο πολίτης εκείνος, τον έστειλε στον αγρόν του να βόσκει χοίρους. Γιατί έτσι τιμούν οι δαίμονες αυτούς που τους τιμούν. Έτσι αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν και αυτές τις δωρεές χαρίζουν σ’ αυτούς που τους υπακούουν.
Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλίαν του με τα ξυλοκέρατα, από τα οποία έτρωγαν οι χοίροι. Τί σημαίνουν τα ξυλοκέρατα; Η γεύση τους είναι γλυκειά, αλλά συγχρόνως και σκληρή και τραχειά. Γιατί τέτοια είναι και η γεύση της αμαρτίας. Ευφραίνει μεν ολίγον, αλλά κολάζει πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα και μαστίζει αιώνια.
Λοιπόν, ήλθε στον εαυτόν του και ενθυμηθείς την μακαριότητα στο πατρικό σπίτι και την τωρινήν αθλιότητα και σκεφθείς ποιος μεν ήταν όταν ήταν υποτασσόμενος στον Πατέρα και Θεόν, τί δε έγινε όταν υποτάχθηκε στους δαίμονες. λοιπόν αφού θυμήθηκε ολ’ αυτά, είπε. πόσοι μισθωτοί στον πατέρα μου έχουν ψωμί περίσσιον και εγώ πεθαίνω από την πείνα; Πόσοι τώρα κατηχούμενοι ευφραίνονται από τις Άγιες Γραφές; ενώ δε εγώ πεινώ για τα θεία λόγια; Ω, με πόσα κακά έντυσα τον εαυτόν μου! Γιατί απομακρύνθηκα από την μακαρία εκείνη ζωή; Ω, πόσων αγαθών στερήθηκα! Γιατί να εισέλθω στον χώρον αυτής, της θανατηφόρου ζωής; Τώρα έμαθα από αυτά που έπαθα, να μη εγκαταλείπει κανείς τον Θεόν. Τώρα έμαθα να παραμένω κοντά στον πάντοτε προστατεύοντα αυτούς που είναι πλησίον Του. Τώρα έμαθα να μη εμπιστεύεται κανείς τους ακαθάρτους δαίμονας, που διδάσκουν κάθε φθοράν και ακαθαρσίαν.
Τί λοιπόν λέγει; Θα σηκωθώ και θα υπάγω στον Πατέρα μου. Θα επιστρέψω καλώς απ’ όπου κακώς έφυγα. Θα υπάγω προς τον Πατέρα μου και Ποιητήν και Δεσπότην και κηδεμόνα και προνοητήν. Θα φθάσω στον Πατέρα μου, που με περιμένει από χρόνια και υποδέχεται με αγάπην αυτούς που επιστρέφουν στον οίκον Του. Λοιπόν, θα σηκωθώ να υπάγω στον Πατέρα μου και θα του ειπώ: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι υιός Σου. κάνε με σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου. Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετόν το όνομα του Πατρός μου, για να Τον συγκινήσει. Γιατί δεν μπορεί ο Πατέρας μου, ακούγοντας το όνομά Του από εμένα, να μη φανεί και στα έργα Πατέρας. Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί αφού είναι εύσπλαγχνος. Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το "αμάρτησα" και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαιαν οργήν Του, μόλις ακούσει την φωνήν μου. Γνωρίζω πόση δύναμη έχει η μετάνοια στον Θεόν. Γνωρίζω πόσον ισχυρά είναι τα δάκρυα στον Θεόν. Γνωρίζω ότι κάθε αμαρτωλός, που προσφεύγει στον Θεόν με θερμά δάκρυα, ωσάν τον Πέτρον, λαμβάνει άφεση των αμαρτιών του. Γνωρίζω την αγαθότητα του Θεού μου, γνωρίζω την ημερότητα του Πατρός μου. Θα με ελεήσει μετανοούντα, αφού δεν με εκόλασε αμαρτήσαντα.
Και σηκώθηκε και πήγε στον Πατέρα του, προσθέσας έτσι στην καλήν βουλήν την αγαθή πράξη. Γιατί δεν πρέπει μονάχα να θέλουμε την ωφέλειαν, αλλά να δείχνουμε με τις πράξεις τις αγαθές ροπές. Ευρισκόμενος ακόμη σε απόσταση από τον τόπον, που ήταν ο Πατέρας του, αλλά πλησίον όμως στον πρέποντα τρόπον, και σηκώνοντας τα χέρια του και κτυπώντας το στήθος του, που υπήρξεν εργαστήριον πονηρών λογισμών, το δε πρόσωπόν του προσηλώνοντάς το στη γη, τα δε δάκρυα των οφθαλμών του προβάλλοντας ωσάν πρεσβευτές και προμελετώντας την απολογίαν του. Και μόλις έφθασεν, ανεβόησε με δυνατή φωνή και με κλαυθμόν λέγοντας. Πατέρα, αμάρτησα στον ουρα­νόν και ενώπιόν Σου. Αμάρτησα, το γνωρίζω Χριστέ Δέσποτα και Θεέ. Τις αμαρτίες μου Συ μόνον γνωρίζεις. Αμάρτησα, ελέησε ως Θεός και Δεσπότης. Δεν είμαι άξιος να βλέπω τον ουρανόν και να παρακαλώ Σε τον Αγαθόν μου Δεσπότην, όπως είμαι γεμάτος από μεγάλα και απαίσια εγκλήματα. Δεν υπάρχει αριθμός των αμαρτιών μου. Ελέησε ως Αγαθός Θεός, που είσαι πάντοτε, ότι δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Δέξαι με σαν ένα δούλον Σου.
Έτσι, ικετεύοντας από το βάθος της καρδιάς του, τον είδε Εκείνος, που βλέπει να πλημμελούν, αλλά να παραβλέπει εκείνους, που αμαρτάνουν, αναμένοντας την μετάνοιάν τους. Τον είδε ο Πατέρας του και τον ευσπλαγχνίσθη. Γιατί Πατέρας ήταν στην αγαθότητα αν και υπήρχε Θεός στην φύση. Έτρεξεν ο Πατέρας και έπεσεν επάνω στον τράχηλόν του και τον θερμοφίλησε. Δεν περίμενε τον αμαρτήσαντα να έλθει πλησίον Του, αλλά αυτός ο Πατέρας έσπευσε και προαπάντησε τον υιόν. Και δεν συχάθηκε τον τράχηλόν του, που ήταν γεμάτος από κηλίδες της ασωτείας και ακαθαρσίας. Αλλά αφού τον αγκάλιασε με τα άχραντα χέρια του, τον καταφιλούσε αχόρταγα, αυτόν που πάντοτε ποθούσε. Ω της αφάτου και φοβεράς ευσπλαγχνίας! Ω παραδόξου φιλανθρωπίας! Ω ξένων σπονδών! Ω ξένων καταλλαγών! Έπεισεν αμέσως τον Θεόν σε μια ροπήν, ώστε να συγκαταβεί στα δάκρυα και να παραβλέψει πλήθος αμέτρητον αμαρτημάτων.
Εθαύμασες, βλέποντας τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ω της στοργής των πατρικών σπλάγχνων! Ο αμαρτωλός επί της γης εδάκρυσε και ο μόνος αναμάρτητος από τον ουρανόν έστρεψε τον εαυτόν του από φιλανθρωπίαν προς την γην. Ποιος είδε ποτέ τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ποιος είδε τον δικαστήν να περιποιείται τον κατάδικον; Ποιος είδε ποτέ τον κατάδικον να τον κολακεύουν; Αλλά ο Θεός, όμως, παρηγορεί, όπως κάποτε τον Ισραήλ "Λαός μου", λέγει, "σε τί σε αδίκησα ή σε τί σε ενώχλησα;" Και τώρα τα ίδια γίνονται, επειδή έτσι θέλει ο ευκατάλλακτος Θεός, έτσι συνηθίζει να νικάται από τον εαυτόν του ο Πατέρας των οικτιρμών και πάσης παρακλήσεως.
Και δεν αρκέστηκε σ’ αυτά ο άσωτος αυτός υιός, αλλά και στα αγαθά της μετανοίας όντας άσωτος, δεν ενόμισεν ότι είναι επαρκής η τόση φιλανθρωπία για την τέλειαν σωτηρίαν συγκριτικώς προς τα πλήθη των αμαρτημάτων του. Αλλά εκείνα, που εμελέτησε να ειπεί στον Πατέρα, αυτά έλεγε ενώπιόν Του με σχήμα ταπεινόν. Πατέρα, αν μου πρέπει να Σε ονομάζω Πατέρα (γιατί, μήπως αμαρτάνω φοβάμαι, ονομάζοντάς Σε Πατέρα και δεν υβρίζω με την κλήση αυτή το ανύβριστον όνομα. Ακόμη, αν η συνείδησή μου δεν μου κλείνει τα χείλη μου, αν οι κακές μου πράξεις δεν μου δένουν την γλώσσα, αν η αμαρτωλή ζωή μου εμποδίζει τον λόγον).
Πατέρα Άγιε, δέξαι δέηση ρυπαρά από στόμα ρυπαρόν. Πατέρα κατά χάριν, και Δημιουργέ κατά φύσιν, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Αμάρτησα, ομολογώ τα παραπτώματά μου, δεν κρύβω αυτά που βλέπεις, δεν αρνούμαι αυτά που γνωρίζεις. Ως υπεύθυνος είμαι εδώ, ως παράνομος κατακρίνομαι, Συ ως κριτής ελέησόν με. Αμάρτησα στον ουρανόν (γιατί φοβούμαι ωσάν κατηγόρου φωνήν την μορφή του στερεώματος), ευλαβούμαι να ατενίσω στο φως της Θεότητος, έχοντας ρυπαρούς τους οφθαλμούς της διανοίας μου. Αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι υιός Σου.
Ιδού ανακηρύττω τον εαυτόν μου, κατακρίνω τον εαυτόν μου, κατά του εαυτού μου βγάζω απόφαση. Δεν χρειάζομαι δικαστήν να με καταδικάσει, δεν χρειάζονται κατήγοροι να με ελέγξουν, δεν έχω ανάγκην μαρτύρων για αποδείξεις. Μέσα μου έχω την συνείδηση, ωσάν δικαστήν αδέκαστον, στην ψυχήν μου υπάρχει το φοβερόν δικαστήριον, μέσα στην συνείδησή μου ευρίσκονται οι μάρτυρες, βλέπω με τα μάτια μου τους κατηγόρους μου. Τα θέατρα με κατηγορούν, οι ιπποδρομίες με κατακρίνουν, όσα έβλεπα στις θηριομαχίες με ελέγχουν. Η ασωτία μου με καταισχύνει, οι πράξεις μου με στηλιτεύουν, η τωρινή γυμνότης μου με φανερώνει, αυτά τα κουρέλια της ντροπής, που φορώ, με καταντροπιάζουν και δεν είμαι άξιος υιός Σου να λέγομαι. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων Σου. Μήτε από την αυλήν Σου να με διώξεις, Δέσποτα, για να μη με εύρει πάλιν ο πολέμιος περιπλανώμενον και με συλλάβει σαν αιχμάλωτον. Αλλά ούτε πλησίον της φοβέρας Σου μυστικής Τραπέζης ελκύσεις με. Γιατί δεν τολμώ να βλέπω τα Άγια των Αγίων με μάτια ακάθαρτα. Άφησέ με να στέκωμαι μαζί με τους κατηχουμένους μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια, να ποθήσω, συν τω χρόνω, να μετάσχω πάλιν σ’ αυτά. Και λουόμενος με τα θεία νάματα, να καθαρίσω από την αισχύνη των αισχρών ασμάτων τον ρύπον, που παραμένει ακόμη στ’ αυτιά μου. Και βλέποντας τους μαργαρίτες (το Σώμα Σου) να τους παίρνουν ευσεβείς πιστοί, να επιθυμήσω και εγώ ν’ αποκτήσω χέρια άξια να τους υποδεχθούν.
Αυτά λέγοντας του Ασώτου, και κλαίοντας δυνατά, είπεν ο Πατέρας στους δούλους Του. Σε ποιους δούλους; Στους ιερείς και λειτουργούς των προσταγμάτων Του: Φέρετε γρήγορα την πρώτην στολήν και ενδύστε τον. Φέρετε την εξ ουρανών υφαντήν, αυτήν που κατεσκεύασεν το πνευ­ματικόν πυρ. Φέρετε την στολήν, που υφαίνεται στα ύδατα της κολυμβήθρας. Φέρετε την στολήν, που κατασκευάζεται από την πνευματικήν φωτιά και ενδύστε τον. Ενδύσατε αυτόν, που απογυμνώθηκε, ενδύσατε τον νέον Αδάμ, που εγύμνωσεν ο διάβολος. Ενδύσατε τον βασιλέα της κτίσεως, κοσμήστε αυτόν, για τον οποίον εκόσμησα τον κόσμον, καλλωπίστε του υιού μου τα φίλτατα μέλη.
Δεν ανέχομαι να τον βλέπω ακαλλώπιστον. Δεν ανέχομαι να αφεθεί η εικόνα μου γυμνή. Θεωρώ εντροπήν δική μου την εντροπήν του δικού μου παιδιού. Θεωρώ δόξαν μου τον πλούτον του παιδιού μου. Δώστε και δακτυλίδι στο χέρι του, για να φορεί τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος και φορώντας αυτό, να φρουρείται από αυτό το Άγιον Πνεύμα. Κι έτσι, περιφέροντας την σφραγίδα μου, θα είναι φοβερός σ’ όλους τους πολεμίους και εναντίους. Και φαινόμενος από μακρυά, να δείχνει ποιου Πατέρα είναι αυτός υιός. Δώστε του και υποδήματα στα πόδια του, για να μη εύρει πάλιν ο όφις γυμνήν την πτέρναν του και τον κτυπήσει με το κεντρί του, αλλά μάλλον αυτός να καταπατεί την κεφαλήν του δράκοντος και να συντρίψει του πολεμίου τα κέντρα, για να τρέχει στον δρόμον του Θεού.
Και στη συνέχεια, αφού φέρετε τον σιτευτόν μόσχον, θυσιάστε τον. Ποιον σιτευτόν μόσχον λέγει; Ποιον; Αυτόν που εγέννησε η δάμαλις Παρθένος Μαρία. Φέρετε τον μόσχον τον αδάμαστον, που δεν δέχθηκε ζυγόν αμαρτίας, τον Παρθένον και εκ Παρθένου, τον ακολουθούντα αυτούς, που Τον ακολουθούν όχι εξ ανάγκης, αλλ’ εκουσίως. Αυτόν, που δεν κάνει χρήση της δυνάμεώς Του ούτε των κεράτων Του, αλλά που πρόθυμα παραδιδόμενον να σφάζεται από τους ιερείς. Θυσιάστε, τον θεληματικώς θυσιαζόμενον, θυσιάστε αυτόν που ζωοποιεί τους θυσιάζοντες, θυσιάστε τον θυσιαζόμενον που όμως, δεν πεθαίνει. Θυσιάστε τον μελιζόμενον, που αγιάζει αυτούς, που τον μελίζουν. Θυσιάστε τον εσθιόμενον από τους πιστούς, που ποτέ δεν δαπανάται. Θυσιάστε τον αυτόν, που κάνει μακαρίους εκείνους που τον τρώγουν. Και αφού φάγομεν όλοι ας ευφρανθούμε. Γιατί ο υιός μου αυτός ήταν νεκρός και ξαναέζησε. ήταν απωλεσμένος και ευρέθηκε.
Και άρχισαν να ευφραίνωνται. Εσείς που γευτήκατε από αυτήν την θυσίαν, γνωρίζετε την πνευματικήν ευφροσύνην, και θυμάστε τα φρικτά μυστήρια, τους λειτουργούς της θείας ιερουργίας, που μιμούνται με τις λεπτές οθόνες, τα φτερά των Αγγέλων, όπως απλώνονται στους αριστερούς ώμους, και περιφερόμενοι στην εκκλησία, φωνάζουν: μη κανείς από τους κατηχουμένους, μη κανείς από τους μη εσθίοντας, μη κανείς κατάσκοπος, μη κανείς από εκείνους που δεν δύνανται να ιδούν το ουράνιον αίμα εκχυνόμενον "εις άφεσιν αμαρτιών", μη κανείς ανάξιος της ζωντανής θυσίας, μη κανείς αμύητος, μη κανένας, που δεν δύναται, λό­γω των ακαθάρτων χειλέων του, να ψαύσει τα φρικτά μυστήρια.
Ύστερα οι Άγγελοι από τον ουρανόν, δοξολογούντες και λέγοντες: Άγιος ο Πατέρας, που θέλησε να θυσιασθεί ο σιτευτός μόσχος, που δεν γνώρισεν αμαρτία, καθώς λέγει ο Προφήτης Ησαΐας: "Ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέ­θη δόλος εν τω στόματι Αυτού". Άγιος ο Υιός, μαζί και μόσχος, ο πάντοτε εκουσίως θυόμενος και πάντοτε ζωντανός. Άγιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, που τελεσιούργησε την θυσίαν.
Όταν, λοιπόν, εγένοντο αυτά στο εσωτερικόν, ο πρεσβύτερος υιός, που έφθασε από μακρυά, άκουσε τις συμφωνίες και τους χορούς. Και προσκαλώντας ένα δούλον, ερωτούσε να μάθει τί σημαίνουν αυτά, γιατί ακούω μουσικές: Ο δούλος του είπε. ο Δαβίδ ο Προφήτης ψάλλει τον στίχον "τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν Σου μόσχους". Και προτρέπει τους παρόντες να φάγουν λέγοντας: "Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος". Ο δε Παύλος, ο εξηγητής των θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά. "Το Πάσχα ημών, υπέρ ημών ετύθη Χριστός". Η Εκκλησία πανηγυρίζει, ευφραίνεται και χορεύει. Ο πρεσβύτερος υιός λέγει στον δούλον: καλά, χωρίς να είμαι εγώ, άλλοι τα δικά μου μυστήρια, παρά την απουσίαν μου, απολαμβάνουν στο σπίτι μου; Ναι, απαντά, γιατί ήλθεν ο αδελφός σου και ο Πατέρας σου εθυσίασε το σιτευτόν μόσχον, επειδή χάρηκε που τον δέχθηκε υγιαίνοντα.
Και ο δίκαιος αδελφός ωργίσθηκε και δεν θέλησε να εισέλθει στο σπίτι του. Ο δίκαιος, λοιπόν, ωργίσθηκε και υποδουλώθηκε στον φθόνον, αυτός που κατεπάτησε τα τερπνά της ζωής κυριεύτηκε από τον φθόνον; και πώς ο Παύλος λέγει. "εβουλόμην αυτός εγώ ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα"; Ο Σωτήρας, όμως, δεν εσχημάτισε την Παραβολήν έτσι, ώστε να δείξει τον δίκαιον βάσκανον, αλλά για να διακηρύξει τον υπερβάλλοντα πλούτον της χρηστότητος του Πατρός Του. Και αυτό φανερώνεται από τα ακόλουθα. Η παραβολή λέγει ο Πατέρας του, εξήλθε από τον οίκον και παρηγορούσε τον υιόν του. Ω, ανεκφράστου σοφίας! Ω θεοφιλούς προνοίας! Και τον αμαρτωλόν ελέησε και τον δίκαιον εκολάκευσε. Και τον όρθιον δεν άφησε να πέσει και τον πεσόντα σήκωσε. Και τον πένητα επλούτισε και τον πλούσιον δεν άφησε να φτωχύνει με τον φθόνον.
Ο πρεσβύτερος είπε στον Πατέρα του: Τόσα χρόνια εγώ σου δουλεύω και ουδέποτε παρέβλεψα εντολήν Σου. Και σ’ εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα ερίφιον, για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Αλλά "περιέρχομαι εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος". Όταν δε ο υιός Σου αυτός ήλθεν, που σε κατεφρόνησε και σου κατέφαγε τον πλούτον με τις πόρνες, αμέσως θυσίασες για χάρι του τον μόσχον τον σιτευτόν. Και ούτε με λόγους τον κατηγόρησες, ούτε το Πρόσωπόν Σου απέστρεψας από την αθλιότητά του. Αλλά αμέσως τον εξενοδόχησες, και με λαμπρή στολή τον κατεκόσμησες, και το αστραφτερό χρυσό δακτυλίδι του εφόρεσες, και με υποδήματα τον ασφάλισες και την Εκκλησίαν άνοιξες και την τράπεζαν ευτρέπισες και τους κρατήρες εγέμισες. Αλλά και τον μόσχον τον σιτευτόν εθυσίασες και προσκάλεσες τους πιστούς στην ευωχίαν αυτήν και έκανες τους Αγγέλους να χορεύουν και παρεσκεύασες ένα παράξενον συμπόσιον με συμμετοχή της γης και του ουρανού. Και όλα αυτά και τις τόσες δωρεές προσέφερες σ’ αυτόν, που κατεφρόνησε την αγαθότητά Σου και ύβρισε την ευγένειά Σου. Τί να ειπώ για το βάθος και το πέλαγος των οικτιρμών Σου, πώς να θαυμάσω την θάλασσαν της ειρήνης και γαληνότητός Σου; Ελεείς, Κύριε, όλους γιατί τα πάντα ημπορείς και παραβλέπεις τα αμαρτήματα των ανθρώπων, που προσέρχονται μετανοούντες.
Ο δε Πατέρας του είπε: Τέκνον, συ είσαι πάντοτε μαζί μου. Εσύ δεν εχωρίσθης ποτέ από τους κόλπους μου. Εσύ από την Εκκλησίαν μου δεν απεμακρύνθης. Εσύ προσέχεις πάντοτε στους ψαλμούς και στους ύμνους. Εσύ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζί με τους Αγγέλους. Εσύ στο Θυσιαστήριον παριστάμενος με παρρησία λέγεις, "Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου". Αυτός δε προσήλθε σ’ εμένα κατάκριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας το πρόσωπόν του στην γη και με συντετριμμένη και σκοτεινή φωνή, εφώναξε: "Πατέρα μου, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Πάρε με ως ένα μισθωτόν δούλον Σου".
Εγώ, τέκνον, τί είχα να κάμω σ’ αυτά τα συγκλονιστικά λόγια; Ημπορούσα να μη ελεήσω τον δικόν μου υιόν, που επέστρεψε; Εσύ που θυμώνεις δίκασε. Ως φιλάνθρωπος που είμαι δεν μπορούσα να κάνω κάτι απάνθρωπον. Δεν ημπορώ να μη ελεήσω αυτόν, που εγώ εδημιούργησα. Δεν δύναμαι να μη λυπηθώ αυτόν που γέννησα από τα σπλάγχνα μου. Τέκνον, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όσα έχω, όλα δικά σου είναι. Ο ουρανός δικός σου, το στερέωμα δικό σου, ο ήλιος δικός σου φωστήρας, η σελήνη δική σου υπηρέτρια, τα αστέρια δικά σου πολύφωτα, ο αέρας δικός σου τροφέας και όλα τα εναέρια δικά σου. Η γη και όσα φύονται, δικά σου, η θάλασσα και όσα είναι σ’ αυτή δικά σου. Ο κόσμος όλος, δικός σου. Η Εκκλησία, δική σου. Το Θυσιαστή­ριον, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευτός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγελοι, δικοί σου. Οι Απόστολοι, δικοί σου. Οι Μάρτυρες, δικοί σου. Τα παρόντα, δικά σου. Τα μέλλοντα, δικά σου. Η Ανάσταση, δική σου. Η αθανασία, δική σου. Η αφθαρσία, δική σου. Η βασιλεία των ουρανών, δική σου. Όλα τα φαινόμενα και νοούμενα, δικά σου.
Μήπως επήρα όσα έχεις και τα έδωσα σ’ εκείνον; Μήπως σε εγύμνωσα και εκείνον έντυσα; Μήπως εκ των πραγμάτων μου δεν εχάρισα το έλεος; Μήπως εξ ίσου δεν είμαι Πατέρας σου και εκείνου; Και εσένα τιμώ για την αρετήν σου και εκείνον ελεώ για την πολύ καλήν επιστροφήν του. Και εσένα ποθώ για τον ενάρετον βίον σου, και εκείνον ποθώ για την μετάνοιάν του. Και εσένα αγαπώ για την μακροθυμίαν σου, και εκείνον αγαπώ, που επέστρεψε σ’ εμένα. Και εσένα αγαπώ για την αρετήν σου, και εκείνον αγαπώ για την μετάνοιάν του.
Έπρεπε να ευφρανθείς και να χαρείς, που ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και ζωντάνεψε, ήταν χαμένος και ευ­ρέθη. Ποιος βλέποντας νεκρόν να ανασταίνεται, δεν ευφραίνεται; Και ποιος ευρίσκει εκείνο που έχασε και δεν αγάλλεται; Έλα και εσύ, υιέ μου, να συνευφρανθείς μαζί μας και σκίρτησε μαζί με τους Αγγέλους και αγκάλιασε τον αδελφόν σου με μας και ψάλλε με τον Δαυίδ εκείνο το πνευματικό μέλος, που ταιριάζει στο τωρινό πανηγύρι μας. "Μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι. μακάριος ανήρ, ω ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν".
Ακούσατε την θείαν Παραβολήν και εμάθατε το περιεχόμενόν της και την σημασία της εννοήσατε. Εμάθατε ότι έχομεν Κύριον φιλάνθρωπον και ανεξίκακον. Προς Αυτόν λοιπόν να καταφύγωμεν με καθαρή καρδιά. Ελάτε να φωνάξωμεν όλοι προς Αυτόν. Δέσποτα, Κύριε, φιλάνθρωπε, μονογενή Υιέ του Θεού, αμαρτήσαμεν στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαστε άξιοι να γενώμεθα υιοί Σου, αλλά έχομεν το θάρρος στους οικτιρμούς Σου. Έχομεν ενέχυρο της φιλανθρωπίας Σου τον Τίμιον Σταυρόν, που υπέμεινες για μας. Έχομεν εγγυητές της ευσπλαγχνίας Σου την άλλοτε πόρνην και τον άλλοτε ληστήν. Εξ αφορμής αυτών, όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, καταφεύγομεν στην φιλανθρωπία Σου. Όπως εκείνους μετέβαλες σε σεβασμίους και μακαρίους, Κύριε, και εμάς, που Σου προσπίπτομεν, ελέη­σον. Και όπως ανέστησες νεκρούς με την Σταύρωσή σου και εμάς, που νεκρωθήκαμεν από αμαρτίες, από την πολλήν Σου φιλανθρωπίαν ανάστησε, για να απολαύσουμε την Α­νάστασή Σου μαζί με τους λυτρωθέντες. Και να επιμείνωμεν στην δέηση αυτή, για να μας ειπεί ο Δεσπότης Χρι­στός. "Κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν".
Και εσείς οι μέλλοντες να λάβετε την δωρεάν του Βαπτίσματος, να απορρίψετε κάθε αλλότριον λογισμόν και κατευθύνοντες τις ψυχές σας στον ουράνιον Νυμφίον, θα δεχθήτε την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. "Ο Κύριος εγ­γύς, μηδέν μεριμνάτε". Ο λυτρωτής στέκεται στην θύραν, ο ιατρός είναι εδώ, το ιατρείον άνοιξε, τα φάρμακα υπάρχουν, η κολυμβήθρα όλους τους δέχεται, η Χάρις έχει απλωθεί, η στολή υφαίνεται από τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Μακάριοι αυτοί που αξιώνονται να φορέσουν την στολήν. Μόνον σεις ανάψτε τις λαμπάδες της πίστεως, έχοντας και άφθονον λάδι, ώστε, όταν ακουσθεί η φωνή την νύκτα, ιδού ο νυμφίος έρχεται, να εξέλθετε σε απάντησή Του με φαιδρές τις λαμπάδες, χορεύοντας και σκιρτώντας να φωνάζετε, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Σε Αυτόν να είναι η δόξα και η δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν».