5/3/13

Η Πανορθόδοξη Συνεργασία στη Γερμανία.

Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γερμανίας κ. Αυγουστίνου
 πηγή: amen.gr
1. Η Ορθοδοξία στη Γερμανία
 Το ζήτημα της λεγομένης Ορθοδόξου Διασποράς[1] στη Γερμανία συνδέεται κυρίως με τις μετακινήσεις μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων κατά τις δεκαετίες του  60 (από την Ελλάδα και την τότε Γιουγκοσλαβία) και του  90 (από τις χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης μετά την πτώση του Παραπετάσματος) του προηγούμενου αιώνα. Όμως οι συγκεκριμένες μεταναστεύσεις δεν αποτελούν παρά την γ  καὶ δ  φάση μετακινήσεως Ορθοδόξων πληθυσμών στη Γερμανία κατά τον 20ο αιώνα, καθώς η Ορθοδοξία στη Γερμανία, αν αποσιωπήσει βεβαίως κανείς την προ του σχίσματος παρουσία της, έχει ιστορία σχεδόν τριακοσίων ετών, η οποία μπορεί να περιγραφεί στις παρακάτω φάσεις:

Α . Για τον μη γνώστη της γερμανικής ιστορίας πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά τον 18ο, 19ο αι. και μέχρι το τέλος του Α  Παγκοσμίου Πολέμου ήταν μια ομοσπονδία πολλών μικρών πριγκηπάτων, βασιλείων και αυτονόμων πόλεων. Η μεταξύ των δυναστικών οίκων ενδογαμία είχε το νόημα της συσφίξεως των συμμαχικών (πολιτικών και οικονομικών) δεσμών μεταξύ των συμβαλλομένων οίκων. Και τα γερμανικά κράτη είχαν (και έχουν) την ανάγκη να έχουν καλές σχέσεις με τη μεγάλη ρωσσική αυτοκρατορία. Σχεδόν όλοι οι Ρώσσοι τσάροι του 19ου αι. είχαν νυμφευθεί Γερμανίδες πριγκίπισσες, ενώ οι Ρωσσίδες πριγκίπισσες αποτελούσαν περιζήτητες νύφες στις γερμανικές αυλές. Μαζί τους έρχονται αυλικοί και αριστοκράτες, οι οποίοι περνούν ένα μέρος της ζωής τους στη Γερμανία. Αυτό δικαιολογεί π.χ. και την ύπαρξη Ορθοδόξων ναών ρωσσικού χαρακτήρα σε πολλές λουτροπόλεις: στο Wiesbaden, στο Bad Ems, στο Bad Homburg, στο Darmstadt, στο Bad Kissingen, στο Bad Nauheim.
Οι πρώτες Ορθόδοξες οργανωμένες κοινότητες, όμως, απαρτίζονται κυρίως από ελληνικής καταγωγής (αλλά και ρουμανικής, προερχομένους από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες) εμπορευομένους. Αυτές τις βρίσκουμε σε μεγάλες πόλεις, γνωστές ως κέντρα του εμπορίου και του πνεύματος, όπως η Λειψία[2], το Αμβούργο και το Μόναχο. Στο β  μισὸτου 18ου αι. η Λειψία αποτελεί κέντρο ελληνικής κουλτούρας λόγω της τυπογραφίας, αλλά και της εκεί παρουσίας λογίων όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Νικηφόρος Θεοτόκης. Οι παλαιότεροι Ορθόδοξοι κοινοτικοί ναοί βρίσκονται στο Potsdam, στο Βερολίνο, στη Δρέσδη, στη Λειψία, στη Στουτγκάρδη. Ο παλαιότερος Ορθόδοξος ναός, που λειτουργείται σήμερα στη Γερμανία, είναι ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, η ιστορική Salvatorkirche, στο κέντρο του Μονάχου. Βεβαίως ο ναός αυτός δεν χτίστηκε Ορθόδοξος, αλλά παραχωρήθηκε από το Βασιλιά Λουδοβίκο της Βαυαρίας, τον πατέρα του Όθωνα, στις 2 Ιουλίου 1830 στους Έλληνες του Μονάχου. Ο ναός αυτός ανήκει σήμερα στην Ιερά Μητρόπολη Γερμανίας.
 Β . Μετά το τέλος του Α  Παγκοσμίου Πολέμου συνεπεία της Ρωσσικής Επαναστάσεως η ρωσσική αριστοκρατία και διανόηση κυνηγημένη από τους Μπολσεβίκους θα κάνει τον πρώτο της σταθμό στη Γερμανία, κατά προτίμηση στο Βερολίνο, για να εγκατασταθεί τελικά στη Γαλλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες κ.α. Κι ενώ δεν θα μείνουν αρκετοί Εμιγκρέδες στη Γερμανία θα είναι τόσοι, ώστε η εν Υπερορία Ρωσσική Εκκλησία, μέχρι το 2007 μη κανονική, να συστήσει το 1926 ιδιαίτερη Επισκοπή για τη Γερμανία. Το 1936 ο Χίτλερ θα δώσει στην Επισκοπή αυτή νομική προσωπικότητα (ΝΠΔΔ) με την εξής χαρακτηριστική επωνυμία: «Ρωσσική Ορθόδοξος Επισκοπή του Ορθοδόξου Επισκόπου Βερολίνου και Γερμανίας».
Κατά το Β  Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεπεία της γερμανικής κατοχής ευρυτέρων περιοχών της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης φτάνουν στη Γερμανία κατά χιλιάδες Ορθόδοξοι αιχμάλωτοι πολέμου από τη Ρωσσία, την Ουκρανία, τις Βαλκανικές χώρες, οι περισσότεροι από τους οποίους βέβαια μετά τον πόλεμο θα επιστρέψουν στις χώρες τους.
Η μετά τον πόλεμο επέκταση της Σοβιετικής Ένωσης και της σφαίρας επιρροής της οδηγεί στην φυγή μεγάλου αριθμού Ορθοδόξων, οι οποίοι και πάλι βρήκαν τον πρώτο τους σταθμό σε στρατόπεδα μεταναστών στη Γερμανία, για να φύγουν σύντομα οι περισσότεροι για άλλους προορισμούς. Το έτος 1950 στο έδαφος της τότε Δυτικής Γερμανίας η Επισκοπή της Υπερορίου Ρωσσικής Εκκλησίας αριθμούσε 77 ενορίες και περί τους 50.000 πιστούς.
Για τους Ορθοδόξους Ρώσσους που βρίσκονται στην Ανατολική Γερμανία το Πατριαρχείο Μόσχας θα ιδρύσει το 1948 την Επισκοπή Βερολίνου, ενώ το 1960 θα συστήσει και μια ιδιαίτερη Επισκοπή για τη Δυτική Γερμανία, με έδρα το Μόναχο, η οποία το 1971 θα χωριστεί σε δύο Επισκοπές: μία για τα κρατίδια της Βαυαρίας και της Βάδης-Βυρτεμβέργης (με έδρα το Μόναχο) και μία για τα υπόλοιπα κρατίδια (με έδρα το Düsseldorf). Μετά την ένωση των δύο γερμανικών κρατών οι τρεις Επισκοπές συγχωνεύονται σε μία, η οποία θα φέρει την ονομασία «Επισκοπή Βερολίνου της Ρωσσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Πατριαρχείου Μόσχας».
Γ . Καταλυτικό ρόλο για την εγκατάσταση της Ορθοδοξίας στη Γερμανία παίζει το μεταναστευτικό ρεύμα της δεκαετίας του  60. Με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Βασιλείου της Ελλάδας για την αποστολή εργατών στις 30 Μαρτίου του 1960 αρχίζει η εισροή εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων Ορθοδόξων στην τότε Δυτική Γερμανία. Καθώς οι εργάτες που έρχονταν εδώ είχαν για πολλά χρόνια βραχυπρόθεσμα μόνο συμβόλαια, ουδείς πίστευε τότε ότι οι άνθρωποι αυτοί θα μέναν μια μέρα μόνιμα εδώ. Ουδείς πλην του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, ο οποίος οσμιζόμενος τον καιρό, ιδρύει το 1963 την «Ιερά Μητρόπολη Γερμανίας» (τότε και Εξαρχία Ολλανδίας και Δανίας), την τρίτη Ορθόδοξη Επισκοπή επί γερμανικού εδάφους. Η Μητρόπολη αυτή το 1974 θα αναγνωριστεί ως Νομικό Πρόσωπο του γερμανικού Δημοσίου Δικαίου, για να αποτελεί μέχρι σήμερα την τρίτη σε μέγεθος αναγνωρισμένη Εκκλησία της Γερμανίας.
Εκατοντάδες χιλιάδες είναι και οι Gastarbeiter που καταφθάνουν μετά το 1968 από την τότε Γιουγκοσλαβία (φυσικά όχι μόνο Ορθόδοξοι Σέρβοι, αλλά και Ρωμαιοκαθολικοί Κροάτες), ένας μεγάλος αριθμός των οποίων θα παραμείνει τελικά μόνιμα στη Γερμανία. Η Εκκλησία της Σερβίας θα φροντίσει το 1969 να τους τακτοποιήσει ποιμαντικά ιδρύοντας την «Σερβική Ορθόδοξο Επισκοπή για τη Δυτική Ευρώπη»[3].
Δ . Το τέταρτο, και μέχρι σήμερα μη περατωθέν, μεταναστευτικό κύμα Ορθοδόξων προς τη Γερμανία κατά τον 20ο αι. αρχίζει με την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης το 1989, καθώς και την επανένωση της Γερμανίας, η οποία κατέστη εφικτή ακριβώς λόγω αυτής της κατάρρευσης. Οι μετανάστες που κατέφθασαν από την πρώην Σοβιετική Ένωση και άλλα πρώην σοσιαλιστικά κράτη αύξησαν τον αριθμό των εν Γερμανία Ορθοδόξων σε τέτοιο σημείο, ώστε αυτός να ξεπεράσει κατά πολύ το ένα εκατομμύριο.
Συνέπεια αυτής της μεταναναστεύσεως αποτελεί και η ίδρυση της «Ρουμανικής Ορθοδόξου Μητροπόλεως για τη Γερμανία και την Κεντρική (σήμερα και Βόρεια) Ευρώπη» το 1993 με έδρα σήμερα τη Νυρεμβέργη, της «Βουλγαρικής Επισκοπής Δυτικής και Μέσης Ευρώπης» (πρώην Δυτικής Ευρώπης) το 1994 με έδρα το Βερολίνο και της «Επισκοπής Δυτικής Ευρώπης της Γεωργιανής Ορθοδόξου Εκκλησίας» το 2003[4].
2. Η «Επιτροπή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη Γερμανία»
Στις παραπάνω Επισκοπές που ιδρύθηκαν η αναδιαρθρώθηκαν κατά τη δεκαετία του  90, για να εξυπηρετήσουν ποιμαντικά τους Ορθόδοξους μετανάστες της Γερμανίας πρέπει να προστεθούν και εκείνες που, ενώ δεν έχουν την έδρα τους στη Γερμανία, έχουν στη δικαιοδοσία τους ενορίες, οι οποίες βρίσκονται εδώ. Πρόκειται για την «Εξαρχία Ορθοδόξων Παροικιών Ρωσσικής Παραδόσεως στη Δυτική Ευρώπη», την «Ουκρανική Ορθόδοξη Επισκοπή Δυτικής Ευρώπης» της Υπερορίου Ουκρανικής Εκκλησίας, οι οποίες υπάγονται στο Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, και την «Αρχιεπισκοπή Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης» του Πατριαρχείου Αντιοχείας.
Οι λόγοι της αναπτύξεως της Ορθοδοξίας στη Γερμανία είναι βέβαια ιστορικοί, η ίδρυση, όμως, διαφόρων Επισκοπών εντός των ίδιων γεωγραφικών ορίων βασίζεται κυρίως σε εθνικιστικά κριτήρια· τα ίδια κριτήρια οδήγησαν και στην ανεξαρτητοποίηση και αυτοκεφαλία των περισσοτέρων Ορθοδόξων Εκκλησιών κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες. Χαρακτηριστικό λοιπόν της εσωτερικής δομής αυτών των Επισκοπών δεν είναι η κοινή πίστη και παράδοση (αλλιώς θα είχαμε μία Ορθόδοξη Επισκοπή!), αλλά η κοινή καταγωγή και η κοινή γλώσσα. Έτσι έχουν σχεδόν καθιερωθεί στο γερμανικό λεξιλόγιο οι όροι: griechisch-orthodox (το οποίο όμως οι Γερμανοί αντιλαμβάνονται με εθνικά κριτήρια, δηλαδή ελληνική Ορθοδοξία και όχι Ελληνορθοδοξία!), russisch-orthodox, serbisch-orthodox κλπ. Παρενθετικά να σημειωθεί ότι οι Ιταλοί, Ισπανοί, Πορτογάλοι και άλλοι Ρωμαιοκαθολικοί μετανάστες, που εισέρρευσαν επίσης κατά δεκάδες χιλιάδες στη Γερμανία, δεν ίδρυσαν δικές τους Επισκοπές, αλλά κατά βάση εντάχθηκαν στις γερμανικές Επισκοπές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ακολούθησαν δηλαδή την αρχαία και ορθή τάξη της Εκκλησίας.
Το φταίξιμο βεβαίως δεν ανήκει στη γερμανική πλευρά, αλλά στους Ορθοδόξους, οι οποίοι ταύτισαν έθνος και Εκκλησία σε τέτοιο βαθμό, ώστε πρώτα να προβάλλεται το έθνος και μετά η Εκκλησία. Είναι γνωστό ότι σύμφωνα με τον 28ο κανόνα της Δ  ΟἰκουμενικῆςΣυνόδου μόνο το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο έχει εκκλησιαστική δικαιοδοσία εκτός των δικαιοδοσιακών ορίων των λοιπών τοπικών Εκκλησιών. Κι όμως έχει καθιερωθεί μια κατάσταση, την οποία απαγορεύουν οι κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας: σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο (στη Γερμανία) υπάρχουν περισσότερες από μία Ορθόδοξες Επισκοπές.
Έτσι επτά αυτοκέφαλες Εκκλησίες έχουν ιδρύσει και συντηρούν δικές τους Επισκοπές στη Γερμανία: το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο (η Μητέρα Εκκλησία των Ορθοδόξων Εκκλησιών), το Πατριαρχείο Αντιοχείας, η Εκκλησία της Ρωσσίας, η Εκκλησία της Σερβίας, η Εκκλησία της Ρουμανίας, η Εκκλησία της Βουλγαρίας και η Εκκλησία της Γεωργίας. Δύο από αυτές διατηρούν δε περισσότερες Επισκοπές: το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την Ιερά Μητρόπολη Γερμανίας, την Εξαρχία των Ορθοδόξων Παροικιών Ρωσσικής Παραδόσεως στη Δυτική Ευρώπη και την Επαρχία Δυτικής Ευρώπης της Υπερορίου Ουκρανικής Εκκλησίας. Η Εκκλησία της Ρωσσίας εκτός από την Επισκοπή Βερολίνου απέκτησε μετά την ένωση της Υπερορίου Ρωσσικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο Μόσχας στις 17 Μαΐου 2007 και την Επισκοπή Βερολίνου και Γερμανίας της Υπερορίου Ρωσσικής Εκκλησίας, η οποία μέχρι τότε ήταν σχισματική.
Δημιουργήθηκε, λοιπόν, μια κατάσταση, την οποία κανένας δεν μπορεί πλέον να παραγνωρίσει. Οι νομικοί θα μιλούσαν για de facto κατάσταση, για μια κατάσταση που προκύπτει από την πραγματικότητα, παρότι είναι αντίθετη προς τον νόμο. Και το πρόβλημα αυτό δεν υφίσταται μόνο στη Γερμανία: κατά τον 20ο αι. μετακινήθηκαν Ορθόδοξοι πληθυσμοί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης έτσι, ώστε το πρόβλημα αυτό να υφίσταται σε όλες τις ηπείρους της υφηλίου. Για τη θεραπεία αυτής της καταστάσεως η Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Δ  Προσυνοδικῆς Συνδιάσκεψης, η οποία προετοιμάζει την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδοξίας, πρότεινε, ως γνωστόν, το 1993 τη δημιουργία Ορθοδόξων Επισκοπικών Συνελεύσεων σε χώρες, όπου υπάρχουν περισσότερες Ορθόδοξες Επισκοπές. Στην πρόταση αυτή προβλέπεται ότι την προεδρία αυτών των Συνελεύσεων θα έχει επίσκοπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τέτοια σώματα υπήρχαν ήδη στην Αμερική (η SCOBA: Μόνιμη Διάσκεψη των Κανονικών Ορθοδόξων Επισκόπων στη Βόρειο και Νότιο Αμερική) και στη Γαλλία (η Συνέλευση των Ορθοδόξων Επισκόπων Γαλλίας).
Μέχρι το 1993 η Πανορθόδοξη συνεργασία στη Γερμανία προχωρούσε με μικρά βήματα: προσωπικές φιλικές σχέσεις των Ορθοδόξων Επισκόπων, Πανορθόδοξα συλλείτουργα και εσπερινοί, συνεργασία σε συνέδρια και ημερίδες. Την 1η Μαΐου 1994 με πρωτοβουλία της Ι. Μητροπόλεως Γερμανίας και έπειτα από σχετική προπαρασκευή που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο, ιδρύεται η «Επιτροπή των Ορθοδόξων Εκκλησίων στη Γερμανία», η οποία το 1997 θα μετατρέψει τελικά την ονομασία της σε «Επιτροπή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη Γερμανία – Σύνδεσμος των Ορθοδόξων Επισκοπών» (Kommission der Orthodoxen Kirche in Deutschland – Verband der Diözesen) και θα μείνει γνωστή μέχρι της καταργήσεώς της το 2010 με το ακρωνύμιό της ως KOKiD. Έτσι στο τελικό όνομα της επιτροπής τονίζεται αυτό που αποτελεί το μέγα θέμα (πρόβλημα!) της Ορθοδοξίας στη Διασπορά: ότι δηλαδή η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μία, ενώ οι κατά τόπους Ορθόδοξες αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι περισσότερες.
Σκοποί της ιδρύσεως της KOKiD ήταν οι ακόλουθοι:
-  Κοινή δράση των Ορθοδόξων Επισκοπών σε ποιμαντικά θέματα και θέματα νεότητας.
-  Ίδρυση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, μοναστηριών, προσκυνημάτων, σεμιναρίων, καθώς και κέντρων διακονίας.
-  Κοινή εκπροσώπηση στους διεκκλησιαστικούς, πολιτιστικούς, κοινωνικούς και κρατικούς οργανισμούς.
-  Αλληλοπληροφόρηση μεταξύ των Επισκοπών-μελών.
-  Επιδίωξη κοινών στόχων και δράσεων.
-  Συνεργασία σε θέματα εσωτερικής και εξωτερικής επικοινωνίας και πληροφόρησης.
Μέλη της Επιτροπής είναι οι λεγόμενες «μητέρες Εκκλησίες», οι διάφορες δηλαδή αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες διατηρούν στη Γερμανία Επισκοπές. Οι Επισκοπές αυτές αντιπροσωπεύουν τις «μητέρες Εκκλησίες» τους στην KOKiD. Κατά την πρώτη περίοδο της δράσεώς της, από το 1994 μέχρι το 2007, όργανα της Επιτροπής αποτελούσαν: η «Συνέλευση των Αντιπροσώπων» (Delegiertenversammlung) και το Προεδρείο της. Στη Συνέλευση των Αντιπροσώπων απέστελλε κάθε αυτοκέφαλη Εκκλησία μέχρι τρεις Αντιπροσώπους (οι οποίοι όμως είχαν κοινή ψήφο), ενώ επικεφαλής του Προεδρείου, ο Πρόεδρος της KOKiD, ήταν πάντοτε εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου[5].
Παρά τον «κληρικολαϊκό» χαρακτήρα του οργάνου οι επαρχιούχοι Επίσκοποι είχαν τον τελικό λόγο στις αποφάσεις, καθώς μπορούσαν άμεσα η έμμεσα να προβάλουν βέτο. Έτσι το 2007 η Συνέλευση των Αντιπροσώπων ψηφίζει αλλαγές στο Καταστατικό, με τις οποίες αυτοκαταργείται παραχωρώντας τη θέση της σε ένα πιο «Ορθόδοξο» θεσμικό σώμα, το οποίο θα ονομαστεί «Συνέλευση των Επισκόπων» (Bischofsversammlung). Αυτή η συνέλευση αντικατοπτρίζει όχι μόνο την Ορθόδοξη παράδοση, αλλά και δομές που υπάρχουν και σε άλλες Εκκλησίες της Γερμανίας. Ήδη από το 2006 το Προεδρείο είχε μορφή «Διαρκούς Επισκοπικού Συμβουλίου», καθώς εκτός από τον Πρόεδρό του, τον γράφοντα, οι δύο Αντιπρόεδροι ήσαν επίσης Επίσκοποι: ο Αρχιεπίσκοπος Λογγίνος του Πατριαρχείου Μόσχας και ο Μητροπολίτης Σεραφείμ της Εκκλησίας της Ρουμανίας.
Ένα μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων, τις οποίες είχε αναπτύξει η Επιτροπή, οφειλόταν σε πρωτοβουλίες της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας. Οι κυριότερες από αυτές τις δρατηριότητες είναι οι ακόλουθες:
 -  Συγκρότηση του μαθήματος των Ορθοδόξων θρησκευτικών ως κανονικού σχολικού μαθήματος σε όλα τα ομόσπονδα κρατίδια.
-  Οργάνωση διορθοδόξου νεολαίας με την επωνυμία «Σύνδεσμος Ορθοδόξου Νεολαίας» (Orthodoxer Jugendbund).
-  Ομάδα θεολόγων, η οποία ασχολείται κατόπιν εντολής των Επισκόπων με επίκαιρα θεολογικά θέματα.
-  Ομάδα μεταφράσεως λειτουργικών κειμένων.
-  Επικοινωνία με τις άλλες Εκκλησίες (διαχριστιανικός διάλογος).
-  Κοινή Επίτροπη με τη Γερμανική Σύνοδο των [Ρωμαιοκαθολικών] Επισκόπων (Deutsche Bischofskonferenz).
-  Κύκλος συναντήσεων με την Ευαγγελική Εκκλησία της Γερμανίας (EKD).
-  Συμμετοχή στην κίνηση «Παγκόσμια Ημέρα Προσευχής των Γυναικών» (Weltgebetstag der Frauen).
-  Επικοινωνία με τις άλλες θρησκείες.
-  Γραφείο τύπου και δημοσίων σχέσεων.
-  Ποιμαντική μέριμνα των Ορθοδόξων φοιτητών στα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια της Γερμανίας με τον διορισμό υπευθύνων ιερέων.
-  Συνεργασία σε τοπικό επίπεδο των Ορθοδόξων ενοριών μέσω της δημιουργίας τοπικών ομάδων-επιτροπών.
 Η KOKiD ήταν το μόνο όργανο που ουσιαστικά έθεσε σε εφαρμογή την πρόταση της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής. Άλλες προσπάθειες συσπειρώσεως της Ορθοδοξίας σε τοπικό επίπεδο παρατηρούνται μέχρι το 2009 στην Ελβετία και το Βέλγιο. Στην Ελβετία ιδρύθηκε το 2006 η Arbeitsgemeinschaft Orthodoxer Kirchen in der Schweiz (AGOK), μια Ομάδα, στην οποία όμως συμμετέχουν και οι προχαλκηδόνιες εκκλησίες (και γι’ αυτό η Ιερά Μητρόπολη Ελβετίας είχε από την αρχή επιφυλάξεις ως προς τη συμμετοχή της), ενώ στο Βέλγιο οι Ορθόδοξοι αποτελούν ενιαία μονάδα υπό τον Μητροπολίτη Βελγίου, καθώς σύμφωνα με νόμο του 1988 ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως η ο αντικαταστάτης του αναγνωρίζεται από τον βασιλιά του Βελγίου ως αντιπροσωπευτικό θεσμό της σύνολης Ορθόδοξης Εκκλησίας.
3. Η «Ορθόδοξος Επισκοπική Συνέλευση στη Γερμανία»
Η επικύρωση των προτάσεων της Διορθόδοξης Προπαρασκευαστικής Επιτροπής για το ζήτημα της διεθευτήσεως του προβλήματος της Ορθοδόξου Διασποράς με την σχετική απόφαση της Δ  ΠροσυνοδικῆςΠανορθοδόξου Διασκέψεως στο Chambésy το 2009 βρίσκει την Ορθοδοξία στη Γερμανία έτοιμη να προχωρήσει στο δρόμο που δείχνει η Διάσκεψη. Οι δομές της KOKiD έχουν μετεξελιχθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε η μετατροπή της σε Επισκοπική Συνέλευση να είναι (σχεδόν) ζήτημα μετονομασίας. Πράγματι η υιοθέτηση των αποφάσεων του Chambésy από την KOKiD στις 27 Φεβρουαρίου 2010 στη Νυρεμβέργη σημαίνει την (αυτο)κατάργηση της KOKiD και ίδρυση της «Ορθοδόξου Επισκοπικής Συνελεύσεως στη Γερμανία» (Orthodoxe Bischofskonferenz in Deutschland - ακρωνύμιο ΟΒΚD). Στις 13 Νοεμβρίου 2010 στο Essen υιοθετείται το Καταστατικό που ψηφίστηκε στο Chambésy, το οποίο συμπληρώνεται με διατάξεις που ρυθμίζουν επουσιώδη πρακτικά θέματα (σύγκληση σωμάτων, αντιπροσώπευση, πρακτικά και εφαρμογή των αποφάσεων, οικονομικά). Οι διατάξεις αυτές, παρμένες εν πολλοίς από το Καταστατικό της KOKiD, αποτελούν γέφυρα για την ομαλή διάβαση από το προηγούμενο σχήμα στην Επισκοπική Συνέλευση.
Κάτι που άλλαξε με την υιοθέτηση του νέου Καταστατικού είναι η συμπερίληψη των βοηθών Επισκόπων των διαφόρων δικαιοδοσιών στη Συνέλευση. Σήμερα τα μέλη της «Ορθοδόξου Επισκοπικής Συνελεύσεως στη Γερμανία» είναι τα εξής:
 Α . Οικουμενικό Πατριαρχείο
Α .1. Ιερά Μητρόπολη Γερμανίας
1. Μητροπολίτης Γερμανίας Αυγουστίνος
2. Επίσκοπος Αρίστης Βασίλειος (βοηθός Επίσκοπος)
3. Επίσκοπος Λεύκης Ευμένιος (βοηθός Επίσκοπος)
4. Επίσκοπος Αριανζού Βαρθολομαίος (βοηθός Επίσκοπος)
Α .2. Εξαρχία Ορθοδόξων Παροικιών Ρωσσικής Παραδόσεως στη Δυτική Ευρώπη
5. Αρχιεπίσκοπος Κομάνων Γαβριήλ
Α .3. Επαρχία Δυτικής Ευρώπης της Υπερορίου Ουκρανικής Εκκλησίας
 6. Επίσκοπος Παρνασσού Ιωάννης
Β . Πατριαρχείο Αντιοχείας
7. Μητροπολίτης Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης Ιωάννης (νῡν Πατριάρχης Αντιοχείας)
8. Επίσκοπος Παλμύρας Ιωάννης (βοηθός Επίσκοπος)
9. Επίσκοπος Σελευκείας Εφραίμ (βοηθός Επίσκοπος)
Γ . Εκκλησία Ρωσσίας
Γ .1. Επισκοπή Βερολίνου και Γερμανίας του Πατριαρχείου Μόσχας
10. Αρχιεπίσκοπος Βερολίνου και Γερμανίας Θεοφάνης
Γ .2. Επισκοπή Βερολίνου και Γερμανίας της Υπερορίου Ρωσσικής Εκκλησίας
11. Αρχιεπίσκοπος Βερολίνου και Γερμανίας Μάρκος
12. Επίσκοπος Στουτγκάρδης Αγαπητός (βοηθός Επίσκοπος)
 [Γ .3. Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ρωσσικής Εκκλησίας στη Γερμανία]
  13. Αρχιεπίσκοπος Κλιν Λογγίνος (βοηθός Επίσκοπος του Πατριάρχου Μόσχας)[6]
Δ. Εκκλησία Σερβίας
14. Επισκοπή Μεσευρώπης (τοποτηρητής ο Πατριάρχης Σερβίας κ. Ειρηναίος
Ε. Εκκλησία Ρουμανίας
15. Μητροπολίτης Γερμανίας, Κεντρικής και Βορείου Ευρώπης Σεραφείμ
16. Επίσκοπος Brasov Σοφιανός (βοηθός Επίσκοπος)
ΣΤ. Εκκλησία Βουλγαρίας
17. Μητροπολίτης Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης Συμεών
18. Επίσκοπος Κωνσταντίας Αντώνιος (βοηθός Επίσκοπος)
 Ζ. Εκκλησία Γεωργίας
19. Μητροπολίτης Δυτικής Ευρώπης Αβραάμ
Σύμφωνα με τις αποφάσεις της Δ  Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως ex officio Πρόεδρος της Συνελεύσεως είναι ο πρώτος τη τάξει Ιεράρχης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ Αντιπρόεδροι οι πρώτοι τη τάξει Ιεράρχες των επομένων κατά τη σειρά των Διπτύχων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Επί του παρόντος το Προεδρείο αποτελείται από τον γράφοντα ως Πρόεδρο, τον Μητροπολίτη Ιωάννη και τον Αρχιεπίσκοπο Θεοφάνη ως Αντιπροέδρους. Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής εξελέγη ο Θεολόγος Νικόλαος Thon, ο οποίος υπήρξε από τη στιγμή της ιδρύσεώς της Γραμματέας της KOKiD, ενώ Ταμίας της εξελέγη ο Πρεσβύτερος Radomir Kolundzic.
Οι δύο ομάδες εργασίας της KOKiD αναβαθμίστηκαν σε Επιτροπές, στις οποίες προΐσταται πλέον Επίσκοπος εκλεγμένος από τη Συνέλευση:
-  Της Θεολογικής Επιτροπής προΐσταται ο Επίσκοπος Βασίλειος[7].
-  Της Επιτροπής Μεταφράσεως Λειτουργικών Κειμένων προΐσταται ο Αρχιεπίσκοπος Μάρκος[8].
Παράλληλα το Γραφείο του Ορθοδόξου Μαθήματος των Θρησκευτικών αναβαθμίζεται επίσης σε:
-  Επιτροπή του Μαθήματος των Θρησκευτικών υπό την ηγεσία, όπως και πριν, του Μητροπολίτου Αυγουστίνου[9].
 Εκτός από τις Επιτροπές αυτές η Ορθόδοξος Επισκοπική Συνέλευση έχει αναθέσει σε πρόσωπα τον συντονισμό ορισμένων δραστηριοτήτων. Έτσι:
-  Ο Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου Εμμανουήλ Σφιάτκος έχει εκλεγεί Εκπρόσωπος της Συνελεύσεως στα ομοσπονδιακά θεσμικά όργανα της Γερμανίας (Πρόεδρος, Βουλή, Κυβέρνηση, Γερουσία, Συνταγματικό Δικαστήριο).
-  Στον Πρωτοπρεσβύτερο του Οικουμενικού Θρόνου Κωνσταντίνο Μύρων έχει ανατεθεί ο συντονισμός της διαχριστιανικής συνεργασίας[10].
-  Ο Γενικός Γραμματέας Νικόλαος Thon έχει την ευθύνη του τομέα επικοινωνίας (τύπος και δημόσιες σχέσεις). Στο πλαίσιο αυτό είναι υπεύθυνος για τις εκδόσεις της Συνελεύσεως[11] όπως και για τις ορθόδοξες εκπομπές στους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς[12].
-  Ο Καθηγητής Ορθοδόξου Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Münster Assaad Ηλίας Kattan είναι υπεύθυνος εξ ονόματος της Συνελεύσεως για θέματα διαθρησκειακής συνεργασίας.
-  Ο Πρεσβύτερος Mladen Janjic έχει αναλάβει την εποπτεία της Ορθοδόξου νεολαίας και την προεδρία του «Συνδέσμου Ορθοδόξου Νεολαίας».]
-  Στον Πρεσβύτερο Κωνσταντίνο Schmidt έχει ανατεθεί η επαφή με τον κόσμο του αθλητισμού.
-  Η Συνέλευση, τέλος, έχει επίσης ορίσει διάφορα πρόσωπα, τα οποία την εκπροσωπούν σε πολιτικά, κοινωνικά και διαχριστιανικά φόρα.
Ουσιαστικά η Πανορθόδοξη συνεργασία στη Γερμανία με τα διάφορα όργανά της και τις πολλές δραστηριότητές της προσπαθεί να βοηθήσει στην άμβλυνση του χωρισμού, που επικρατεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία, με τη δημιουργία μιας ενιαίας φωνής όλων των Ορθοδόξων της Γερμανίας. Είναι κοινό μυστικό, ότι η προσπάθεια αυτή συναντά πολλές δυσκολίες. Σε πολλές περιπτώσεις διακρίνεται από δυσλειτουργία. Όμως είναι απαραίτητη, ώστε να συντονιστούν οι Ορθόδοξοι της Γερμανίας, «ίνα πάντες εν ώσι..., ίνα ο κόσμος πιστεύση...» (Ιω 17,21). Τη δεύτερη πρόταση μπορώ μάλιστα να την παραφράσω με μια έκφραση που χρησιμοποιώ συχνά: η Πανορθόδοξη αυτή συνεργασία χρειάζεται, για να μας παίρνουν οι άλλοι στα σοβαρά!
Υποσημειώσεις 
[1]. Ο όρος «Ορθόδοξη Διασπορά» χρησιμοποιείται εδώ, όπως και από την Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη, ως τεχνικός όρος, παρότι εκκλησιολογικά δεν στέκει – ούτε κοινωνιολογικά πλέον.
[2]. Στο αρχείο της πόλεως της Λειψίας καταγράφεται, ότι η πρώτη Θεία Λειτουργία έλαβε χώρα κατόπιν βασιλικής εγκρίσεως στις 29 Σεπτεμβρίου 1742. Την τέλεσε ο Αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Πολυειδής.
[3].  Από το 1991 μόνο για τη Μεσευρώπη, δηλαδή τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία, ενώ από το 2011 με δικαιοδοσία μόνο στη Γερμανία.
[4]. Ὁ Μητροπολίτης Ἀβραάμ ἑδρεύει μέχρι σήμερα ἐκτὸς Γερμανίας.
[5]. Mέχρι τὸ 2006 Πρόεδρος ἦταν ὁ Καθηγητὴς Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Münster Ἀναστάσιος Κάλλης, τὸν ὁποῖο διαδέχθηκε ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος.
[6]. Μέχρι το 1992 ο Αρχιεπίσκοπος Λογγίνος ήταν Επίσκοπος του Düsseldorf, επαρχιούχος και υπεύθυνος για την Κεντρική και Βόρεια Γερμανία. Μετά όμως την ένωση των δύο γερμανικών κρατών και την συνεπεία αυτής συνένωση των τριών ρωσσικών Επισκοπών, ο Επίσκοπος Λογγίνος αναλαμβάνει βοηθός Επίσκοπος του Πατριάρχου Μόσχας με τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Κλιν και διορίζεται αντιπρόσωπος του Πατριαρχείου του στη Γερμανία.
[7]. Η Θεολογική Επιτροπή έχει μέχρι σήμερα εκδώσει τρία κείμενα, τα οποία διαπραγματεύονται τα θέματα της αναγνωρίσεως του βαπτίσματος των ετεροδόξων, των διαχριστιανικών προσευχών και τη συμβολή της Ορθοδοξίας στην ενότητα της Εκκλησίας.
[8]. Ἡ Ἐπιτροπὴ αὐτὴ ἔχει μέχρι σήμερα μεταφράσει τὴ Θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ μετάφραση αὐτὴ τελεῖ μέχρι τὸ τέλος τοῦ 2014 ὑπὸ δοκιμασία.
[9]. Το μάθημα των θρησκευτικών εξυπηρετεί όχι μόνο την Ορθόδοξη θρησκευτική αγωγή, αλλά κυρίως την ενσωμάτωση των Ορθοδόξων Χριστιανών στη γερμανική πραγματικότητα όπως και την ανάπτυξη της συνειδήσεως, ότι οι Ορθόδοξοι είναι μέλη της μίας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καθώς το ζήτημα της σχολικής εκπαιδεύσεως αποτελεί υπόθεση των γερμανικών κρατιδίων και όχι της ομοσπονδίας, υπό το συντονισμό του γράφοντος ενεργοποιούνται εντεταλμένοι συντονιστές στα εξής κρατίδια: Βάδη-Βυρτεμβέργη, Βαυαρία, Έσση, Κάτω Σαξονία, Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, Ρηνανία Παλατινάτο. Με εξαίρεση το τελευταίο κρατίδιο, σε όλα τα άλλα διδάσκονται τα Ορθόδοξα Θρησκευτικά σε πολλά σχολεία, ενώ έχουν καταρτιστεί αναλυτικά προγράμματα σχεδόν για όλους τους σχολικούς τύπους και όλες τις σχολικές βαθμίδες. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων έπαιξε ο Επίσκοπος Λεύκης Ευμένιος, ο οποίος από το Σεπτέμβριο του 2002 μέχρι το Σεπτέμβριο του 2006 ήταν ο Schulbischof, ο Επίσκοπος δηλαδή για τα σχολικά θέματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη Γερμανία.
[10]. Από το Μάρτιο του 2007 ο π. Κωνσταντίνος Μύρων είναι Αντιπρόεδρος της ομοσπονδιακής Ομάδος Εργασίας Χριστιανικών Εκκλησιών (ACK), της πλατφόρμας συνεργασίας όλων των Εκκλησιών της Γερμανίας, θέση που κατείχε ο γράφων από το 1974 μέχρι το 2007.
[11]. Ἡ KOKiD καὶ σήμερα ἡ OBKD μέσω τῆς «Ἑταιρίας Ὀρθοδόξων Μέσων Ενημέρωσης» («GesellschaftOrthodoxeMediene.V.») ἔχει μιὰ συνεχὴ παρουσία μὲ τὸ περιοδικό-ὄργανο της «OrthodoxieAktuell», τὸ «Ὀρθόδοξο Λειτουργικὸ Ἡμερολόγιο» (Orthodoxer Liturgischer Kalender) καὶ τὸν Κατάλογο «Ὀρθόδοξες Ἐπισκοπὲς καὶ Ἐνορίες στὴ Γερμανία (OrthodoxeBistümerundGemeindeninDeutschland).
[12]. Κάθε α  Κυριακὴ του Μαΐου το ZDF (το δεύτερο πρόγραμμα της γερμανικής τηλεόρασης) μεταδίδει μια Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία, ενώ το ραδιόφωνο του WDR (η δυτική γερμανική ραδιοφωνία) μία Κυριακή του Σεπτεμβρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: