30/11/09

Με λαμπρότητα η Θρονική Εορτή στο Φανάρι

Με λαμπρότητα και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια τελέστηκε σήμερα στο Φανάρι η Πατριαρχική Θεία Λειτουργία επί τη εορτή της Θρονικής Εορτής του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τον ιδρυτή της Εκκλησίας της Κων/πόλεως Απόστολο Ανδρέα τον Πρωτόκλητο.

Της Θείας Λειτουργίας προεξήρχε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, συμπαραστατούμενος από τους, Μητροπολίτες Περγάμου κ. Ιωάννη, Γαλλίας κ. Εμμανουήλ, Αυστρίας κ. Μιχαήλ, Ατλάντας κ. Αλέξιο,  Προικονήσου κ. Ιωσήφ, Βεροίας κ. Παντελεήμονα, Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο και Κιλκισίου κ. Εμμανουήλ.

Να σημειωθεί ότι στη Θρονική Εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου όπως και κάθε χρόνο συμμετείχε και Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας Ρώμης υπό την ηγεσίαν του Σεβ. Καρδιναλίου κ. Walter Kasper, Προέδρου του Ποντιφικού Συμβουλίου διά την προώθησιν της ενότητος των Χριστιανών.

Η Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου στη Θρονική Εορτή:
Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε κύριε Walter Kasper, εκπρόσωπε της Α. Αγιότητος του Πάπα και Επισκόπου Ρώμης κυρίου Βενεδίκτου του 16ου, μετά της τιμίας υμών συνοδείας,

Μετά πολλής χαράς υποδεχόμεθα υμάς και πάλιν εις τας αυλάς της καθ’ ημάς Εκκλησίας της Νέας Ρώμης, ίνα συνεορτάσωμεν την ιεράν μνήμην του ιδρυτού και προστάτου αυτής Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου.

Από μέσης καρδίας ευχαριστούμεν τω αγαπητώ ημίν εν Κυρίω αδελφώ αγιωτάτω Πάπα της παλαιάς Ρώμης κυρίω Βενεδίκτω διότι ηυδόκησε και εφέτος να αποστείλη εκπροσώπους αυτού εις την Θρονικήν Εορτήν της ημετέρας Εκκλησίας στοιχών τω από δεκαετιών καθιερωθέντι έθει της ανταλλαγής επισκέψεων κατά τας θρονικάς εορτάς των δύο παλαιφάτων και αποστολικών Εκκλησιών ημών εις επιβεβαίωσιν της βουλήσεως αυτών όπως άρουν τα επί χιλιετίαν συσσωρευθέντα εμπόδια εις την μετ’ αλλήλων πλήρη κοινωνίαν.

Εις την ενταύθα παρουσίαν υμών αποδίδομεν σπουδαίαν συμβολικήν σημασίαν, καθότι δι’ αυτής δηλούται κατά τρόπον λίαν επίσημον η βούλησις και της αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρώμης όπως πράξη και αύτη παν το κατ’ αυτήν, ίνα επανεύρωμεν την εν τη αυτή πίστει και μυστηριακή κοινωνία ενότητα ημών κατά το θέλημα του καλέσαντος ημάς εις ενότητα «ίνα ο κόσμος πιστεύση» (Ιω. ιζ’, 21)

Ο σήμερον εορταζόμενος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος υπήρξεν, ως γνωστόν, αυτάδελφος του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου, από κοινού δε εγνώρισαν τον Ιησούν και επίστευσαν εις Αυτόν.

Κοινή η πίστις των αυταδέλφων Αποστόλων, κοινή και η πίστις των Εκκλησιών, τας οποίας ούτοι ίδρυσαν και καθηγίασαν δια του κηρύγματος και του μαρτυρίου των.

Την κοινήν ταύτην πίστιν εδογμάτισαν οι κοινοί Πατέρες των Εκκλησιών ημών συνελθόντες εξ ανατολών και δυσμών εν οικουμενικαίς συνόδοις, παραδόντες αυτήν ως θησαυρόν πολύτιμον εις τας Εκκλησίας ημών, ίνα επ’ αυτής οικοδομήσωμεν την εν Χριστώ ενότητα ημών.

Την κοινήν ταύτην πίστιν, την οποίαν επί μίαν χιλιετίαν διεφυλάξαμεν αλώβητον εν τε τη ανατολή και εν τη δύσει, καλούμεθα και πάλιν να θέσωμεν ως βάσιν της ενότητος ημών, αποκαθαίροντες αυτήν εκ πάσης τυχόν προσθήκης η αλλοιώσεως, ώστε «σύμψυχοι, το εν φρονούντες» (Φιλ. β’, 2) να χωρήσωμεν εις την εν τη θεία Ευχαριστία κοινωνίαν, εν τη οποία και ευρίσκεται το πλήρωμα της ενότητος της Εκκλησίας του Χριστού.

Η πορεία αύτη προς ανάκτησιν της πλήρους κοινωνίας, της οποίας απήλαυον αι Εκκλησίαι ημών κατά την πρώτην χιλιετίαν, έχει ήδη αρχίσει δια του διαλόγου της αγάπης και της αληθείας, όστις και συνεχίζεται, χάριτι θεία, παρά τας ενίοτε αναφυομένας δυσκολίας. Μετ’ ανυστάκτου ενδιαφέροντος και αδιαλείπτου προσευχής παρακολουθούμεν την πορείαν του μεταξύ των δύο Εκκλησιών ημών διεξαγομένου επισήμου θεολογικού Διαλόγου υπό την συμπροεδρείαν και της υμετέρας Σεβασμιότητος, όστις εισέρχεται ήδη εις την εξέτασιν κρισίμων εκκλησιολογικών ζητημάτων, ως είναι το θέμα του πρωτείου γενικώς, και ειδικώτερον εκείνο του επισκόπου Ρώμης, κατά την πρώτην χιλιετίαν.

Είναι τοις πάσι γνωστόν ότι το ακανθώδες τούτο θέμα υπήρξε πέτρα σκανδάλου εις την πορείαν των σχέσων των δύο Εκκλησιών ημών, διο και η άρσις εκ του μέσου ημών του εμποδίου τούτου θέλει αναμφιβόλως διευκολύνει μεγάλως την πορείαν ημών προς την ενότητα.

Πεποίθαμεν, όθεν, ότι η μελέτη της ιστορίας της Εκκλησίας κατά την πρώτην χιλιετίαν ως προς το θέμα τούτο θέλει προσφέρει την λυδίαν λίθον προς αξιολόγησιν και των εν τη δευτέρα χιλιετία εξελίξεων, αίτινες ατυχώς ωδήγησαν τας Εκκλησίας ημών εις μείζονα απ’ αλλήλων αποξένωσιν και διηύρυναν το μεταξύ ημών χάσμα.

Εις ένα κόσμον, ο οποίος σπαράσσεται από αντιθέσεις και συγκρούσεις, ο ειρηνικός και εποικοδομητικός διάλογος αποτελεί την μόνην οδόν προς επίτευξιν καταλλαγής και ενότητος. Εις την αποστολικήν περικοπήν, η οποία ανεγνώσθη κατά την σημερινήν Θείαν Λειτουργίαν, οι Απόστολοι προβάλλονται ως υπόδειγμα άκρας ταπεινοφροσύνης κατά το παράδειγμα του σταυρωθέντος Κυρίου: «λοιδορούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλούμεν· ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι» (Α’ Κορ. δ’, 12-13).

Εάν το ήθος τούτο της ταπεινοφροσύνης πρέπει να επικρατή εις τας σχέσεις των πιστών προς τους διώκτας της Εκκλησίας, πόσον μάλλον επιβάλλεται τούτο εις τας μεταξύ των ιδίων των χριστιανών σχέσεις! Η ειρηνική διευθέτησις των υφισταμένων διαφορών εις τας διαχριστιανικάς σχέσεις ουδόλως συνεπάγεται απομάκρυνσιν εκ της αληθείας.

Η αλήθεια δεν φοβείται τον διάλογον, αλλ’ αντιθέτως, χρησιμοποιεί αυτόν ως μέσον, δια να γίνη αποδεκτή και υπ’ εκείνων, οι οποίοι δια διαφόρους λόγους αφίστανται αυτής.

Η μισαλλοδοξία και ο φανατισμός προκαλούν την αμυντικήν περιχαράκωσιν εκάστης πλευράς εις τυφλήν εμμονήν εις τας ιδίας αυτής θέσεις και απόψεις, μονιμοποιεί τας διαιρέσεις και εξανεμίζει πάσαν ελπίδα καταλλαγής. Μία τοιαύτη στάσις ουδεμίαν απολύτως σχέσιν δύναται να έχη προς το πνεύμα του Ευαγγελίου του Χριστού και προς το παράδειγμα των Αποστόλων.

Μόνον «αληθεύοντες εν αγάπη» (Εφ. δ’, 15) αληθεύομεν αληθώς, ως και μόνον εν αληθεία αγαπώντες (Β’ Ιω. 1) αγαπώμεν γνησίως. Ο ειλικρινής και εν πνεύματι ταπεινοφροσύνης διάλογος διασφαλίζει τον ευλογημένον τούτον συνδυασμόν, όστις και αποτελεί την μόνην θεοδίδακτον οδόν δι’ όσους επιθυμούν να είναι μιμηταί των Αποστόλων (Α’ Κορ. δ’, 16).

Το πνεύμα τούτο του ειλικρινούς και εν αγάπη διαλόγου καλείται σήμερον η Εκκλησία του Χριστού να εφαρμόση η ιδία εις τας μεταξύ των διηρημένων χριστιανών σχέσεις, αλλά και να κηρύξη αυτό προς πάντα άνθρωπον καλής θελήσεως εις οιονδήποτε χώρον και αν ανήκη ούτος.

Γνωρίζομεν εκ πείρας πικράς ότι η θρησκεία δύναται ευκόλως να χρησιμοποιηθή ως σημαία φανατισμού και συγκρούσεων μεταξύ των ανθρώπων.

Έχομεν προσωπικώς κατ’ επανάληψιν τονίσει ότι ο πόλεμος εν ονόματι της θρησκείας αποτελεί πόλεμον κατά της θρησκείας. Δια τούτο ο διαθρησκειακός διάλογος επιβάλλεται όλως ιδιαιτέρως εις τας ημέρας μας, χωρίς τούτο να συνεπάγεται οιονδήποτε συμβιβασμόν εις τας θρησκευτικάς εκάστου πεποιθήσεις. Τον διάλογον τούτον ενθαρρύνει και καλλιεργεί και το ημέτερον Οικουμενικόν Πατριαρχείον, συμβάλλον και ούτω το κατ’ αυτό εις την εμπέδωσιν της ειρήνης εν τω συγχρόνω κόσμω.

Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε μετά της εντιμοτάτης υμών συνοδείας,

Εις την Εκκλησίαν της Πόλεως ταύτης η Θεία Πρόνοια ανέθηκε, δια της υπό ιερών Οικουμενικών Συνόδων θεσπισθείσης τάξεως, την διακονίαν της πρωτοθρόνου εν τη Ορθοδοξία Εκκλησίας, εχούσης την ευθύνην του συντονισμού και της εκφράσεως της ομοφωνίας των κατά τόπους αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Εν τη ευθύνη ταύτη εργαζόμεθα ήδη επισταμένως δια την προετοιμασίαν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δια της ενεργοποιήσεως των αρμοδίων προσυνοδικών οργάνων.

Ούτω, κατά τον παρελθόντα Ιούνιον συνήλθεν επιτυχώς η Δ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις επιληφθείσα του θέματος της Ορθοδόξου Διασποράς, επίκειται δε η συνάντησις της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής προς μελέτην και προετοιμασίαν και των λοιπών θεμάτων της Μεγάλης Συνόδου.

Σκοπόν της όλης προσπαθείας αποτελεί η σφυρηλάτησις της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ώστε «εν ενί στόματι και μια καρδία» να συνεισφέρη εις την μαρτυρίαν του Ευαγγελίου εν τω συγχρόνω κόσμω.

Εν τη προσπαθεία ταύτη και τη καθόλου, πολυτρόπως δυσχερεί, διακονία αυτής η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως πολύτιμον πάντοτε ηγείται την συμπαράστασιν της εν τη Παλαιά Ρώμη Εκκλησίας, προς την οποίαν εν αγάπη πολλή στρέφομεν την σκέψιν ημών και εν τη ώρα ταύτη.

Ασπαζόμενοι υμάς, και δι’ υμών τον αποστείλαντα υμάς ενταύθα αγαπητόν εν Κυρίω αδελφόν, φιλήματι αγίω ευχόμεθα όπως Κύριος ο Θεός, πρεσβείαις του Αγίου ενδόξου Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου, σκέπη και προστατεύη την Εκκλησίαν Αυτού από παντός κακού οδηγών αυτήν εις την εκπλήρωσιν του αγίου θελήματος Αυτού.

Ως ευ παρέστητε εν τω μέσω ημών, αγαπητοί αδελφοί!
www.romfea.gr 

27/11/09

Η ΘΡΟΝΙΚΗ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ

Η ονομασία Οικουμενικό Πατριαρχείο αναφέρεται στην Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης η οποία εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη. Άλλη ονομασία με την οποία είναι γνωστό είναι Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία (Μ.Τ.Χ.Ε.). Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι το πρώτο τη τάξει, μεταξύ των 14 συνολικά Ορθόδοξων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Η εκκλησιαστική δικαιοδοσία του περιλαμβάνει Επισκοπές οι οποίες βρίσκονται σε όλες τις ηπείρους εκτός από την Αφρική. Ο προκαθήμενός του φέρει τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης και είναι σήμερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.

Ίδρυση της Επισκοπής Βυζαντίου (38-330)

Η ίδρυση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης ανάγεται στην αποστολική περίοδο. Ιδρυτής της φέρεται ο απόστολος Ανδρέας ο πρωτόκλητος, ο οποίος έδρασε στις περιοχές γύρω από τον Εύξεινο Πόντο και στη Θράκη, για να καταλήξει τελικά στην Αχαΐα, όπου και μαρτύρησε. Μάλιστα η εορτή του αγίου αποστόλου Ανδρέα στις 30 Νοεμβρίου, αποτελεί και τη θρονική εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και γιορτάζεται με λαμπρότητα έως σήμερα. Η εκκλησία ιδρύθηκε με τον τίτλο Επισκοπή Βυζαντίου και υπαγόταν στη Μητρόπολη Ηρακλείας της Θράκης, ενώ πρώτος επίσκοπός της τοποθετήθηκε από τον ιδρυτή της ο άγιος απόστολος Στάχυς, περίπου το 38. Η ιστορία της ακολουθεί την ιστορία της πόλης, παραμένοντας μια άσημη επισκοπή, έως την απόφαση για μεταφορά της πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν γίνεται μνεία της Επισκοπής κατά την Α' Οικουμενική Σύνοδο (325), παρ' ότι είχε ήδη αποφασιστεί η μεταφορά της πρωτεύουσας. Μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή, είχαν διατελέσει συνολικά 25 επίσκοποι Βυζαντίου, μεταξύ των οποίων τιμούνται ως άγιοι, εκτός του αποστόλου Στάχυος (38-54), οι Ονήσιμος (54-68), Καστίνος (230-237) και Μητροφάνης (306-314).

Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως (330-381)

Η μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, από τον Μέγα Κωνσταντίνο το 330, ήταν επόμενο να αναβαθμίσει και την εκκλησιαστική θέση της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Έτσι ο προκαθήμενός της προσαγορεύεται Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως χωρίς να υπάγεται πλέον σε άλλη εκκλησιαστική δικαιοδοσία. Πρώτος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως τιτλοφορείται ο Αλέξανδρος. Η εξέλιξη της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης είναι ραγδαία, αφού μέσα σε μια περίοδο 50 περίπου ετών αποκτά ηγετικό ρόλο, ως αποτέλεσμα της πολιτικής και πολιτιστικής αίγλης με την οποία περιβλήθηκε η νέα πρωτεύουσα της χριστιανικής πλέον αυτοκρατορίας, καθώς και εξαιτίας του πρωταγωνιστικού ρόλου τον οποίο διαδραμάτισαν οι προκαθήμενοί της κατά την περίοδο των τριαδολογικών αιρέσεων. Έτσι, κατά τις εργασίες της Β' Οικουμενικής Συνόδου (381), μετά τον θάνατο του προεδρεύοντος Μελετίου Αντιοχείας, αναλαμβάνουν διαδοχικά την προεδρία οι αρχιεπίσκοποί της Γρηγόριος ο Θεολόγος και Νεκτάριος. Κατά αυτήν τη χρονική περίοδο προκαθήμενοι χρημάτισαν 9 αρχιεπίσκοποι, μεταξύ των οποίων τιμούνται ως άγιοι οι Αλέξανδρος (314-337), Παύλος ο Α' (337-339, 341-342, 346-351) και Γρηγόριος ο Α' ο Ναζιανζηνός (379-381).

Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (381-595)

Η Β' Οικουμενική Σύνοδος, ρυθμίζοντας την παγιωμένη ήδη θέση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, της δίνει τη δεύτερη τάξη μεταξύ των Πατριαρχείων, ορίζοντας στον 3ο κανόνα της ότι "τον μέντοι Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, διά το είναι αυτήν νέαν Ρώμην". "Ο 3ος κανών δεν υπήρξε προϊόν αυθαιρεσίας, αλλά αποτέλεσμα της εξελίξεως των 50 ετών καί ώριμος καρπός της ιστορικής συνειδήσεως των εκκλησιών της ανατολής και των νέων συνθηκών της Αυτοκρατορίας".
Η Δ' Οικουμενική Σύνοδος (451) ολοκληρώνει την εκκλησιαστική εξύψωση του Πατριαρχείου, συμπληρώνοντας τις ρυθμίσεις της Β' Οικουμενικής Συνόδου. Με τον 28ο κανόνα οι συμμετέχοντες πατέρες θεσπίζουν ότι ο Θρόνος της Κωνσταντινούπολης έχει τα ίσα πρεσβεία με τον Ρώμης: "τα ίσα πρεσβεία απένειμαν τω της νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω". Με τον ίδιο κανόνα υπάγονται στο πατριαρχείο οι επίσκοποι των διοικήσεων του Πόντου, της Ασίας και της Θράκης και ακόμη όσοι επίσκοποι θα βρίσκονταν "εν τοις βαρβαρικοίς", επεκτείνοντας κατ' ουσίαν τη δικαιοδοσία του στις εκτός της αυτοκρατορίας και εκτός των ορίων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών χριστιανικές κοινότητες. Εξ ίσου σημαντικά είναι τα αναφερόμενα στους κανόνες 9 και 17 της ίδιας Συνόδου, όπου δίνεται στον Κωνσταντινουπόλεως το δικαίωμα του εκκλήτου, του να δικάζει, δηλαδή, σε περιπτώσεις αμφισβήτησης της απόφασης των υπολοίπων Εκκλησιών, όποιους κληρικούς προσφεύγουν σ' αυτό: "ει δε προς τον της αυτής επαρχίας μητροπολίτην επίσκοπος ή κληρικός αμφισβητοίη, καταλαμβανέτω [...] τον της βασιλευούσης Κωνσταντινινουπόλεως θρόνον και επ' αυτώ δικαζέσθω". Με τον θεσμό της υπερόριας δικαιοδοσίας και της υπάτης δικαστικής εξουσίας, εκδηλώνεται εμφανώς η πρωτεύουσα θέση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, καθώς σε καμία άλλη Εκκλησία δεν επιτρέπουν οι κανόνες παρόμοιες δικαιοδοσίες. Κατά αυτήν τη χρονική περίοδο Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως έγιναν 22 επίσκοποι, μεταξύ των οποίων τιμούνται ως άγιοι οι Νεκτάριος (381-397), Ιωάννης Α' ο Χρυσόστομος (398-404), Αρσάκιος (404-405), Αττικός (406-425), Σισίνιος (425-426), Μαξιμιανός (431-434), Πρόκλος (434-446), Φλαβιανός (446-449), Ανατόλιος (449-458), Γεννάδιος (458-471), Μακεδόνιος Β' (495-511), Ιωάννης Β' (518-520), Επιφάνιος (520-535), Μηνάς (536-552), Ευτύχιος (552-565,577-582) και Ιωάννης Γ' ο Σχολαστικός (565-577).


20/11/09

ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ

Ένας άντρας είχε αποκλειστεί στη σκεπή του σπιτιού του κατά τη διάρκεια μιας νεροποντής που κατέληξε σε πλημμύρα. Απελπισμένος έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να προσεύχεται με ευλάβια.
Λίγο αργότερα πέρασε από εκεί ένας άντρας με μια βάρκα και προσφέρθηκε να τον βοηθήσει.
-Δε χρειάζομαι βοήθεια, είπε ο άντρας στη στέγη. Ο Θεός θα με σώσει!
Έπειτα από λίγο έφτασαν τα σωστικά συνεργεία και προσπάθησαν να τον βοηθήσουν.
-Φύγετε, ούρλιαξε ο άντρας! Ο Θεός θα με σώσει!
Δεν άργησε να βρει φριχτό θάνατο μέσα στα μανιασμένα νερά που τον κατάπιαν...
Όταν έφτασε λοιπόν στον Παράδεισο, είπε στο Θεό:
-Προσευχήθηκα να με βοηθήσεις, μα εσύ με άφησες να πνιγώ.
Και ο Θεός απάντησε:
-Εγώ σου έστειλα μια βάρκα και τα σωστικά συνεργεία...
 

Τα θαύματα έρχονται στη ζωή μας, πολλές φορές, ενδεδυμένα με το μανδύα της καθημερινότητας.

18/11/09

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ



Η ιερή ακολουθία της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου και η σχετική εικόνα υπηρετούν ένα βαθύτερο σκοπό: χειραγωγούν τον πιστό στο μυστήριο της σάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού. Η είσοδος της Θεοτόκου στο ναό είναι το προοίμιο της εύνοιας του Θεού στους ανθρώπους, η προκήρυξη της σωτηρίας των ανθρώπων, η αναγγελία του Χριστού και η πραγματοποίηση του σχεδίου της θείας, οικονομίας. Αυτά διακηρύσσει το απολυτίκιο της εορτής.
«Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις. Εν Ναω του Θεού τρανώς η Παρθένος δείκνυται και τον Χριστόν τοις πάσι προκαταγγέλλεται. Αυτή και ημείς μεγαλοφώνως βοήσωμεν Χαίρε της οικονομίας του Κτιστού η εκπλήρωσις.»
Ο ορθόδοξος αγιογράφος με βάση τις παραπάνω πληροφορίες της απόκρυφης διήγησης και τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας για τη Θεοτόκου συνθέτει την εικόνα των Εισοδίων.
Το κύριο πρόσωπο της εικόνας είναι η τριετής Παναγία. Εικονίζεται τη στιγμή που την υποδέχεται στο ναό ο ιερέας Ζαχαρίας, ο μετέπειτα πατέρας του Προδρόμου, καθώς την παραδίδουν ευλαβικά οι θεοσεβείς γονείς της. Πίσω τους ακολουθούν οι παρθένες, «οι αμίαντες θυγατέρες των Εβραίων», που κρατούν αναμμένες λαμπάδες.
Η Παναγία δε ζωγραφίζεται φυσιοκρατικά. Δεν εμφανίζει δηλαδή τίποτε το παιδικό, εκτός από το μικρό μέγεθος του σώματός της. Αυτό γίνεται σκόπιμα. Ο ορθόδοξος αγιογράφος θέλει να μάς απομακρύνει από το γράμμα της διήγησης («τριετής η παις»), για να συλλάβουμε το πνεύμα της, την εκκλησιολογική της διάσταση. Η Παναγία είναι η Θεοτόκος, η Μητέρα του Θεού. Γι'; αυτό ο υμνωδός μάς καλεί «την νηπιάζουσαν φύσει και υπέρ φύσιν Μητέρα αναδειχθείσαν του Θεού ευφημήσωμεν ύμνοις» (Τροπάριο του όρθρου).
Η Παναγία εικονίζεται ως ώριμη γυναίκα με το γνωστό μαφόριό της, όπως τη βλέπουμε στις εικόνες της.
Το ίδιο κάνει και ο υμνωδός της Εκκλησίας και για τις λαμπάδες των παρθένων. Οι αναμμένες λαμπάδες δεν είχαν σκοπό να εμποδίσουν την τριετή παιδίσκη να γυρίσει πίσω, στο σπίτι της, καθώς ήταν στο δρόμο προς το ναό -αυτό λέει η απόκρυφη διήγηση- αλλά τούτο: να υποδείξουν τη νοητή λαμπάδα, την Παναγία, και προδηλώσουν έτσι την ανείπωτη μελλοντική αίγλη. Αυτή η αίγλη θα ήταν ο Χριστός, γιατί από την Παναγία θα ανέλαμπε (θα γεννιόταν) φωτίζοντας τους καθισμένους στο σκοτάδι της αμαρτίας ανθρώπους. Αυτόν το συμβολισμό παρουσιάζει το δ' στιχηρό προσόμοιο του εσπερινού, ήχος δ' «Αι νεανίδες χαίρουσαι και λαμπάδας κατέχουσαι, της λαμπάδος σήμερον προπορεύονται της νοητής και εισάγουσιν αυτήν εις τα Άγια των Αγίων ιερώς προσηλούσαι την μέλλουσαν αίγλην άρρητον εξ αυτής αναλάμψειν και φωτίσειν τους εν σκότει καθημένους, της αγνωσίας εν Πνεύματι».
Σε πολλές εικόνες πίσω από το Ζαχαρία, αριστερά, παριστάνεται η Παναγία να κάθεται σε καθέδρα με τρία σκαλιά (είναι η αναβαθμοί του θυσιαστηρίου του απόκρυφου κειμένου) και να περιμένει την τροφή που της φέρνει ο άγγελος Γαβριήλ. Η Παναγία να παραμείνει στο Άγιο των Αγίων ως νέα Κιβωτός της Διαθήκης, ως η «έμψυχος κιβωτός» και στα δώδεκα χρόνια της παραμονής της εκεί θα τρέφεται θαυματουργικά με ουράνια τροφή.
 

8/11/09

Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΜΑΣ

Το ένα από τα τρία κλίτη του ιερού ναού μας τιμάται επ' ονόματι του Αγίου Νεκταρίου. Μπροστά στην ιερή εικόνα του Αγίου στο τέμπλο, εντός αργυράς λειψανοθήκης είναι τοποθετημένο τεμμάχιο ιερού λειψάνου τού Αγίου.
Με την ευκαιρία της εορτής Του, την Κυριακή 8 Νοεμβρίου, το βράδυ τελέσθηκε ιερά αγρυπνία. 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΥΠΝΙΑ




1/11/09

Η ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Την Κυριακή 1η Νοεμβρίου τ.ε. τελέσθηκε η Δοξολογία για την Εθνική εορτή της 28ης Οκτωβρίου 1940, στον ιερό ναό μας.
Παρέστησαν τα ελληνικά σχολεία με τις σημαίες τους. Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο διευθυντής του Ελληνικού Λυκείου Αννοβέρου Δρ. κ. Γεώργιος Παπατσίμπας ενώ χαιρετισμό απηύθυνε και ο Εντιμότατος Γενικός Πρόξενος της πατρίδος μας στο Αννόβερο κ. Δημήτριος Ιωάννου.



Στιγμιότυπα από την Δοξολογία












Ο Διευθυντής του Ελληνικού Λυκείου Αννοβέρου Δρ. κ. Γεώργιος Παπατσίμπας
εκφωνών τον πανηγυρικό


Ο Εντιμότατος Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στο Αννόβερο
κ. Δημήτριος Ιωάννου απευθύνων χαιρετισμό