Την Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009 πραγματοποιήθηκε η χριστουγεννιάτικη γιορτή του Κατηχητικού Σχολείου της ενορίας μας, στην αίθουσα του Ενοριακού μας Κέντρου.
Την γιορτή άνοιξαν με χριστουγεννιάτικους ύμνους οι κυρίες της χορωδίας της ενορίας μας και στη συνέχεια τα παιδιά του Κατηχητικού παρουσίασαν ποιήματα και τραγούδια σχετικά με τις Άγιες Εορτές.
Η εκδήλωση έκλεισε με την παρουσίαση του θεατρικού "Τα Χριστούγεννα του Γκρινιάρη" από ομάδα παιδιών του Κατηχητικού.
Ομάδες με επικεφαλής επιτρόπους της ενορίας βγήκαν και είπαν τα κάλαντα στην περιοχή της ενορίας, με σκοπό και το μύνημα της εορτής να μεταφέρουν στα σπίτια των ενοριτών, αλλά και οικονομικά να στηρίξουν την ενορία με τα φιλοδωρήματα που μάζεψαν.
Οι έλληνες καταστηματάρχες και οι νοικοκυραίοι μετά χαράς άνοιγαν τα σπίτια τους για να ακούσουν με τον παραδοσιακό, ελληνικό τρόπο το μύνημα της γέννησης του Θεανθρώπου.
Στα ίδια πλαίσια κινήθηκαν και τα παιδιά του Κατηχητικού. Έφτιαξαν κι αυτά την ομάδα τους και με επικεφαλής τον κατρηχητή τους π. Γεράσιμο βγήκαν στα σπίτια έχοντας μαζί τους το παραδοσιακό ελληνικό καραβάκι και τα τρίγωνα. Καλοδεχούμενα παντού γύρισαν την παραμονή μέχρι αργά το βράδυ για να μπορέσουν να πάνε σε όσο περισσότερα σπίτια γινόταν!
+ B A R T H O L O M A I O S
durch Gottes Erbarmen Erzbischof von Konstantinopel, dem Neuen Rom,
und Ökumenischer Patriarch
allem Volk der Kirche Gnade, Friede und Erbarmen
von Christus, unserem in Bethlehem geborenen Erlöser
Geliebte Brüder und Kinder im Herrn,
„Heute haben Himmel und Erde sich vereint, denn Christus ist geboren.
Heute ist Gott auf die Erde gekommen, und der Mensch ist aufgestiegen
in die Himmel.“
(Aus einem Hymnus der Vesper von Weihnachten)
Die Entfernung und der Gegensatz zwischen Gott und Mensch, welche die
Sünde über die Menschheit gebracht hatte, wurden zunichte gemacht, als
der einziggezeugte Sohn, der vorewige Logos Gottes, die ganze
menschlichen Natur annahm. Die dem Wohlgefallen Gottes und seinem
ersten, uneingeschränkten Willen gemäße Fleischwerdung des Sohnes
vernichtet jegliche Ferne, vereint den Himmel mit der Erde und
verbindet das Geschöpf mit dem Schöpfer.
„Heute erschließt sich das Wohlgefallen Gottes, kündet sich an die
Erlösung der Menschen“, hat die Kirche am Fest des Einzugs der
Gottesgebärerin gesungen. Die Gottesgebärerin hat durch ihre
Darbringung im Tempel und ihre Bereitung daselbst zum Gefäß des
unumfaßbaren Gottes den Weg zum Heilshandeln Gottes im Fleisch des
Menschensohns eröffnet und unsere Erlösung angekündigt.
„Heute ist der Anfang unserer Erlösung, die Offenbarung des Mysteriums
von Ewigkeit her; der Sohn Gottes wird der Jungfrau Sohn“, sang die
Kirche am Fest der Verkündigung; dem Fest, an dem sie uns
vergegenwärtigt, daß der, der im unzugänglichen Licht wohnt, aus dem
Heiligen Geist in dem heiligen Schoß der Gottesgebärerin empfangen
wurde, daß so die göttliche Natur mit der menschlichen verbunden wurde
und daß also Gott Mensch wurde, „um uns Menschen“ – nach dem berühmten
Wort des hl. Athanasius d. Gr. – „zu vergöttlichen“. Das Wohlgefallen,
das am Fest des Einzugs der Gottesgebärerin in den Tempel begrüßt
wurde, und die Erlösung, die am Fest der Verkündigung „rekapituliert“
wurde und sich gezeigt hat – beides ist heute, an diesem großen,
heiligen Tag, an dem Christus geboren wurde, greifbare Wirklichkeit
geworden. Heute ist „das Wort Fleisch geworden und hat unter uns
gewohnt“ (Jo 1,14). Heute feiern die Engel das Ereignis, indem sie
singen: „Ehre sei Gott in den Höhen und Friede auf Erden, und bei den
Menschen Wohlgefallen!“ (Lk 2,14)
Mit der Fleischwerdung, mit der Menschwerdung des göttlichen Logos ist
die Erlösung der Menschheit potentiell schon vollendet. Denn
diejenigen, die, weil sie zum Glauben an Jesus gelangt sind, ein Leben
führen, das diesem Glauben, den Geboten und der ganzen Lehre Jesu
entspricht, werden durch diesen gottwohlgefälligen Lebenswandel erhöht
und so zu Freunden und Teilhabern Gottes. Sie werden „teilhaft der
göttlichen Natur“ (2 Petr 1,4), Gott der Gnade nach. Das ereignet sich
ausschließlich in der Kirche, in der der Mensch durch die heilige Taufe
in Christus wiedergeboren, vom Vater an Kindes Statt angenommen, durch
die heiligen Sakramente und die Pflege der Tugend von der göttlichen
Gnade und dem Heiligen Geist erfüllt wird und „zum vollkommenen Mann
gemäß dem Altersmaß der Fülle Christi“ (Eph 4,13) heranwächst, bis er
fähig ist, mit dem Apostel Paulus zu sagen: „Nicht mehr ich lebe,
sondern Christus lebt in mir“ (Gal 2,20). Die so Vollendeten betrachtet
Christus nicht einfach nur als seine Freunde oder seine Brüder;
vielmehr erkennt er sie als Glieder seines Leibes an. Darum hat er auch
vom Kreuz herab zu seiner allheiligen Mutter über den Evangelisten
Johannes gesagt: „Frau, siehe, Dein Sohn!“ – und zu Johannes „Siehe,
Deine Mutter!“ (Jo 19,26 f.) Weihnachten öffnet sich also ganz weit die
Tür zur gnadenhaften Verähnlichung mit Christus, zur Vergöttlichung des
Menschen. Darum „feiert voll Freude die ganze Schöpfung ein Fest und
frohlocken die Himmel mit uns“ an diesem ausgezeichneten Tag des Heils
(Hymnus der Laudes vom 28. Dezember).
Angesichts dieser Freude und Hoffnung schenkenden Tatsachen gratulieren
wir herzlich allen von uns geliebten Kindern unserer heiligen Mutter,
der Kirche, in der ganzen Welt vom Phanar, dem geheiligten Sitz des
ehrwürdigen Ökumenischen Patriarchates, und senden ihnen unsere von
Herzen kommenden patriarchalen Wünsche an diesem „Mutterfest aller
Feste“: den Klerikern, Mönchen und Laien, den Regierenden und den
Regierten, den Kleinen und den Großen. Insbesondere grüße ich jene, die
in Bedrängnis sind, weil sie von Traurigkeit, Not und Leid heimgesucht
werden.
Der in einer Höhle geborene und in eine Krippe gelegte vorewige
Gottessohn, der um unseretwillen der Menschensohn geworden ist, mache
uns würdig seiner sich in unserer Knechtsgestalt offenbarenden Liebe
und seines heiligen und anbetungswürdigen, im Fleisch gewirkten Heils.
Phanar, Weihnachten 2009
+ Bartholomaios von Konstantinopel,
euer aller inständiger Fürbitter bei Gott
Σύμφωνα με την
παράδοση της Εκκλησίας μας οι ιερές εικόνες
αποτελούν μια άλλη «ιερά πρόθεση», στην οποία οι πιστοί εναποθέτουν τις προσευχές
και ικεσίες προς τους αγίους. ΄Οπως με
την εκκλησιαστική υμνογραφία ερμηνεύεται η πνευματικότητα, έτσι και με την
εκκλησιαστική εικονογραφία αποτυπώνεται η θεολογική διδασκαλία. Η εικόνα είναι
μια εκδήλωση της παράδοσης τής Εκκλησίας μας, ισότιμη με τη γραπτή και
προφορική παράδοση.
Η λέξη «εικόνα» προέρχεται από το ρήμα «είκω», που σημαίνει «μοιάζω». Κατ’ επέκταση «εικόνα» σημαίνει «απεικόνιση,
«προσωπογραφία».
Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Ουσπένσκυ, καθηγητή της εικονογραφίας
στο Ορθόδοξο Ινστιτούτο της Γαλλίας: «Η
εικόνα είναι μια αγιογραφία και όχι μια ζωγραφιά θρησκευτική».
Ο Παναγιότατος Οικουμενικός Πατριάρχης Κ.Κ. Βαρθολομαίος
αναφέρει σχετικά: «Η εικόνα μέσω μιας
λιτά μεταμορφωτικής τέχνης, προβάλλει μπροστά μας μια προσωπική παρουσία κατ’ εικόνα
Χριστού, η οποία έγινε κάπως σαν το ιερό μυστήριο του θείου κάλλους. Αυτή η
παρουσία μας προσκαλεί στην κοινωνία».
Την παράδοση περί των ιερών εικόνων πρώτος ο Μέγας Βασίλειος
την ονομάζει «αποστολική» και έτσι την αναγνωρίζουν και άλλοι εκκλησιαστικοί
συγγραφείς. Η Ζ΄Οικουμενική Σύνοδος χαρακτηρίζει την τιμή των εικόνων: «έγκριτον, θεάρεστον θεσμοθεσίαν και
παράδοσιν της Εκκλησίας, ευσεβές αίτημα και ανάγκην του πληρώματός της». Και
για την προσκύνηση των εικόνων του Χριστού, της Παναγίας, των Αγγέλων και των
Αγίων την διατύπωσε ως δόγμα, το οποίο προέρχεται από το θεμελιώδες δόγμα της
Εκκλησίας, της ομολογίας της ενανθρωπήσεως του Θεού.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι εφόσον αυτά ισχύουν περί
εικόνων, πολύ περισσότερο η εικόνα του Θεανθρώπου αποτελεί μαρτυρία της
πραγματικής Του σάρκωσης και όχι μιας φανταστικής. Υπό το πρίσμα αυτό θα
προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το μεγάλο και σωτηριώδες αυτό γεγονός της
ενανθρωπήσεως του Κυρίου μας, μέσω της ερμηνείας της σεπτής εικόνας της
Γεννήσεώς Του.
Προκαταβολικά πρέπει να σημειώσουμε, ότι η εικόνα της
Γεννήσεως του Χριστού ανήκει στις λεγόμενες πολυεικόνες, διότι απεικονίζει
πολλά γεγονότα μαζί, που χρονικά και τοπικά απέχουν μεταξύ τους. Είναι και
αυτός ένας τρόπος που χρησιμοποιείται από την Εκκλησία μας, για να παρουσιάζει
και να βιώνει το γεγονός της θείας ενανθρωπήσεως, ως ένα συνεχές παρόν.
«΄Οτε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον
υιόν αυτού γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον
εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν». (Γαλ. 4, 4-5).
Με αυτό το λιτό τρόπο
περιγράφει η Καινή Διαθήκη το μεγαλύτερο γεγονός των αιώνων, τη σάρκωση του
Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Το ίδιο απέρριτα και λιτό, αποδίδουν το μεγάλο τούτο
μυστήριο και οι ορθόδοξοι αγιογράφοι.
Ο Φώτης Κόντογλου αποδίδει πολύ παραστατικά το περιβάλλον,
όπου λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα της Γεννήσεως του Κυρίου: «Εικόνισον βουνόν βραχώδες, αλλ’ εύχαρι και φωτεινόχρωμον, και εις το
μέσον σπήλαιον, και μέσα εις αυτό φάτνην και τον Χριστόν νήπιον εσπαργανωμένον».
Είναι γνωστό
ότι, ο Χριστός γεννήθηκε στη Βηθλεέμ. Αυτό βεβαιώνεται και από τους
Ευαγγελιστές Ματθαίο: «Τουδε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας» (2,1), και Λουκά: «Ανέβη δε και Ιωσήφ από της Γαλιλαίας εκ
πόλεως Ναζαρέτ εις την Ιουδαίαν εις πόλιν Δαυίδ, ήτις καλείται Βηθλεέμ». (2,4).
Βηθλεέμ σημαίνει «οίκος άρτων». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός
ότι, ο Ιησούς γεννήθηκε εκεί. Ο ίδιος έλεγε για τον εαυτό του: «εγώ ειμί ο άρτος της ζωής...ο άρτος ο
καταβάς εκ του ουρανού». (Ιωαν.6, 35 και 41).
Για σπήλαιο μας πληροφορούν αρχαίοι εκκλησιαστικοί
συγγραφείς, όπως ο Ιουστίνος, ο Ωριγένης κ.ά.
Για τη φάτνη αντλούμε πληροφορίες από το ευαγγέλιο του
Λουκά: «και έτεκε τον υιόν αυτής τον
πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ
ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι». (2,7). Μέσα στη φάτνη ανακλίνεται το
Θείο Βρέφος σπαργανωμένο. ΟΟυσπένσκυ
αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σπήλαιο, φάτνη,
σπάργανα είναι δείγματα της κένωσης της θεότητας, της συγκατάβασής της, της
άκρας ταπείνωσης Εκείνου, ο οποίος, αοράτος στη θεία Του φύση γίνεται ορατός εν
σαρκί για χάρη του ανθρώπου, προδηλώνοντας έτσι το θάνατο και την ταφή Του, τον
τάφο και τα σάβανα». Πραγματικά παρατηρώντας τη φάτνη, θα διαπιστώσουμε,
ότι μοιάζει με τάφο και τα σπάργανα, με σάβανα της εποχής εκείνης.
Στην ορθόδοξη αγιογραφία η φάτνη εικονίζεται μέσα σε
σκοτεινό σπήλαιο. Με το μαύρο χρώμα συμβολίζεται ο κόσμος, ο οποίος ήταν
σκοτισμένος από την αμαρτία και φωτίζεται τώρα, με το φως του Χριστού. Μέσα στο
σπήλαιο, πάνω από τη φάτνη ζωγραφίζονται ένα βόδι και ένας όνος. Η παράσταση
αυτή είναι παρμένη από την προφητεία του Ησαΐα: «΄Εγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του Κυρίου αυτού, Ισραήλ
δε με ουκ έγνω και ο λαός μου ου συνήκεν». Επάνω από το σπήλαιο εικονίζεται
ο ουρανός , από τον οποίο κατεβαίνει ακτίνα θεϊκού φωτός, στην οποία κρέμεται
το αστέρι, σαν δροσοσταλίδα πάνω από το Χριστό, ο οποίος ως Θείο Βρέφος
ανακλίνεται σπαργανωμένος μέσα στη φάτνη των αλόγων ζώων, διότι όπως λέει ο
΄Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «έμελλε να
ελευθερώση ημάς από την αλογίαν».
Το πρόσωπο που
κατέχει κεντρική θέση στην παράσταση και διακρίνεται για το μέγεθός του, είναι
η Μητέρα του Θεού. Σε άλλες εικόνες εικονίζεται ξαπλωμένη με έκδηλη την κούραση
στο πρόσωπό Της, σε άλλες μισοκαθισμένη, σε στάση ανάλαφρη για να φαίνεται με
τον τρόπο αυτό η έλλειψη πόνων και συνεπώς η παρθενική γέννηση του Παιδίου.
Εικονίζεται και γονατιστή –στοιχείο δυτικής καταγωγής- με τα χέρια σταυρωμένα
να προσκυνά το Θείο Βρέφος.
Σε όποια στάση κι αν
εικονίζεται η Παρθένος, το πρόσωπό Της παρουσιάζεται σκεπτικό και με διάχυτη
μια γλυκιά μελαγχολία. Η Μαρία ακούει και βλέπει όσα θαυμαστά συμβαίνουν και «πάντα συνετήρει τα ρήματα ταύτα συμβάλλουσα
εν τη καρδία αυτής». (Λκ. 3,19).
Στα αριστερά
της εικόνας εικονίζεται ο ΄Αγγελος Κυρίου, ο οποίος ευαγγελίζεται στους
ποιμένες «χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί
τω λαώ». (Λκ. 2,10). Από τους ποιμένες ο ένας παρακολουθεί έκθαμβος τον ΄Αγγελο,
ενώ ο άλλος καθιστός παίζει τη φλογέρα του. Πέρα του γεγονότος, ότι η παρουσία
των ποιμένων αναφέρεται στις διηγήσεις των ευαγγελίων, στην εικόνα συμβολίζουν
τους Ιουδαίους.
Στη δεξιά πλευρά της εικόνας
΄Αγγελοι κοιτάζοντας το άστρο δοξολογούν τον «εν υψίστοις Θεόν». Ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρεται σε πλήθος
Αγγέλων. «Και εξαίφνης εγένετω συν τω
αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν και λεγόντων, δόξα εν
υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». (2, 13-14).
Κάτω από τους Αγγέλους και
ανάμεσα στα βουνά που φαίνονται πίσω από το σπήλαιο, εικονίζονται οι τρεις
Μάγοι, άλλωτε έφιπποι και άλλωτε πεζοί. Οι Μάγοι έχουν διαφορετικές ηλικίες,
(νέος, μεσήλικας, γέροντας), ενώ τα άλογα τους έχουν διαφορετικό χρώμα το
καθένα, (άσπρο, μαύρο και κόκκινο). Με τον τρόπο αυτό τονίζεται η αλήθεια, ότι
ο Χριστός είναι «το φως το αληθινόν, το
φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον», ανεξάρτητα από ηλικία και κοινωνική
θέση. Οι Μάγοι αντιπροσωπεύουν τους ειδολωλάτρες, οι οποίοι θα αποτελέσουν την
εκκλησία που θα προέρχεται από τους εθνικούς. Η προσκύνηση των Μάγων έγινε μετά
την περιτομή του Κυρίου. Επειδή όμως είναι στενά συνδεδεμένη με τη Γέννηση,
εμφανίζονται ως δύο γεγονότα αναπόσπαστα. Κατά την παράδοση της Εκκλησίας, οι
Μάγοι που προσκύνησαν το Χριστό ήταν ανατολίτες αστρολόγοι. Η καταγωγή τους δεν
είναι γνωστή. Τα δώρα που προσέφεραν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατάγονταν από
κάποια χώρα της Ανατολής, πιθανόν από την Αραβία ή την Περσία.
Στο νεογέννητο Χριστό, όπως
αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, προσέφεραν «χρυσόν και λίβανον και σμύρναν», (2,11). Η ερμηνεία που συμφωνεί
με την παράδοση της Εκκλησίας, όσον αφορά τα δώρα των Μάγων είναι ότι, ο χρυσός
προσφέρθηκε στο Χριστό ως βασιλέα, ο λίβανος ως θεό και η σμύρνα, με την οποία
άλειφαν τους νεκρούς πριν από την ταφή, ως άνθρωπο.
Αξιοσημείωτη είναι η θέση του Ιωσήφ στην εικόνα. Δεν
εικονίζεται, όπως η Μητέρα του Θείου Βρέφους κοντά σε αυτό, αλλά βίσκεται στην
άκρη, διότι δεν είναι ο πατέρας του παιδιού, αλλά προστάτης της Αγίας
Οικογένειας. Κάθεται συλλογισμένος ο Ιωσήφ, στο κάτω μέρος της εικόνας
στηρίζοντας το κεφάλι του, με το
αριστερό του χέρι. Η στάση αυτή του δικαίου Ιωσήφ ερμηνεύεται θαυμάσια από το
δοξαστικό της Α΄ ΄Ωρας, της ακολουθίας των Χριστουγέννων, όπου ρωτά τη Θεοτόκο:
«Μαρία, τι το δράμα τούτο, ο εν σοι
τεθέαμαι; αντί τιμής αισχύνην, αντ’ ευροσύνης, την λύπην, αντί του επαινείσθαι,
τον ψόγον μοι προσήγαγες. Ουκ έτι φέρω, το όνειδος των ανθρώπων».
Δίπλα στον Ιωσήφ, στηριγμένος
στο ραβδί του και τυλιγμένος με προβιά, βρίσκεται ένας γέρος τσομπάνης και
φαίνεται σαν να ρωτά τον Ιωσήφ, τι του συμβαίνει. Ο Ουσπένσκυ, στο πρόσωπο του
γέροντα βλέπει το σατανά, που προσπαθεί να καλλιεργήσει στον Ιωσήφ, την
αμφιβολία.
Στο άλλο άκρο, απέναντι από τον Ιωσήφ παρουσιάζονται δυο
γυναίκες, που ετοιμάζουν το λουτρό του νεογέννητου. Η μία, ηλικιωμένη κρατά
στην αγκαλιά της γυμνό τον Ιησού και με το χέρι της φαίνεται να δοκιμάζει τη
θερμοκρασία του νερού, ενώ η άλλη, νέα στην ηλικία αδειάζει νερό μέσα στην
κολυμβήθρα. Αυτή η σκηνή είναι παρμένη από το απόκρυφο ευαγγέλιο του Ιακώβου,
όπου αναφέρεται ότι, στο στάβλο, ο Ιωσήφ έφερε μια μαία και τη Σαλώμη, για να
βοηθήσουν τη Θεοτόκο.
Στην ορθόδοξη αγιογραφία υπάρχουν και άλλες εικονογραφικές
παραστάσεις της Θείας Γεννήσεως, που στηρίζονται στα κείμενα και στους ύμνους
της εορτής.
Ενδιαφέρουσα είναι μία τοιχογραφία του 16ου
αιώνα, η οποία βρίσκεται στο καθολικό της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου, στο ΄Αγιον
΄Ορος. Στην εικόνα δεσπόζει η Θεοτόκος, να κάθεται σε θρόνο με το Βρέφος στα
γόνατά Της. Αυτή η παράσταση ανταποκρίνεται στα λεγόμενα του τροπαρίου των
αίνων, της εορτής, που λέει: «Παρθένος
καθέζεται τα Χερουβίμ μιμουμένη βαστάζουσα εν κόλποις Θεόν.
Εκτός
από τις μορφές των Αγγέλων και των ανθρώπων, στην εικόνα της Γεννήσεως του
Χριστού υπάρχουν αντιπρόσωποι και από το φυτικό και από το ζωικό βασίλειο. ΄Ολη
η κτίση έχει να προσφέρει κάτι στο νεογέννητο Χριστό: «Οι ΄Αγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί τον αστέρα, οι Μάγοι τα δώρα, οι
ποιμένες το θαύμα, η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην, ημείς δε μητέρα Παρθένον».
(Στιχηρό, εσπερινού Χριστουγέννων).
Η Γέννηση του
Χριστού αποτέλεσε προσφιλές θέμα όχι μόνο αγιογράφων αλλά και ζωγράφων. ΄Ετσι
συναντούμε πολλές «εικόνες», όπου εικονίζονται δεξιά του Θείου Βρέφους, η
Θεοτόκος γονατιστή και αριστερά στην ίδια στάση ο δίκαιος Ιωσήφ, να προσκυνούν
το Χριστό.
Αυτοί την παράσταση τη
συνηθίζουν οι δυτικοί εικονογράφοι. Σε άλλες πάλι, παρόμοιες εικόνες το Θείο
Βρέφος δεν διακρίνεται σχεδόν καθόλου, γιατί βρίσκεται ανάμεσα σε αρχαία
χαλάσματα και περιστοιχίζεται από πλήθος ανθρώπων. Το σκηνικό συμπληρώνεται με
άλογα, καμήλες και άλλα ζώα. Σε κάποιες άλλες, σπάνιες «εικόνες», πάνω στα
χείλη του σπηλαίου είναι ζωγραφισμένα δύο μάτια, σαν να είναι ζωντανό το
σπήλαιο. Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο δεν τονίζεται, αλλά αντιθέτως καταστρέφεται
η απλότητα του μυστηρίου και τα νοήματα συγχέονται.
Εάν ο πιστός συμμετέχει στην θεία Κοινωνία με την κατάλληλη
προετοιμασία, με καθαρή εξομολόγηση, με νηστεία, με αγάπη προς τους
αδελφούς, με πίστη και φόβο Θεού, τότε η συμμετοχή του είναι καρποφόρος
πνευματικά. Ο άνθρωπος ενούται με τον Χριστό, ενούται με τους εν Χριστώ
αδελφούς του.
Δια της θείας Κοινωνίας ο πιστός γίνεται «σύσσωμος και σύναιμος»
του Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός, όταν για πρώτη φορά μίλησε για το
Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, είπε: Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων
μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ.
Με την θεία Κοινωνία γινόμαστε ένα κράμα με το πανάγιον Αίμα του
Χριστού, γινόμαστε ένα φύραμα με το πανάγιο Σώμα Του. «Δέχεσαι μέσα σου
τον Χριστό, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, αναμιγνύεσαι με το άγιο Σώμα Του,
αναφύρεσαι με το Σώμα του Κυρίου που βρίσκεται στον ουρανό».
Η αγάπη του Χριστού για μας, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, δεν
αρκέστηκε στο γεγονός της σαρκώσεως, στα άχραντα πάθη και στην ταφή.
Προχώρησε στην προσφορά της θείας Κοινωνίας: «Δεν ήρκεσε στον Χριστό το
να γίνει άνθρωπος, να ραπισθεί και να σφαγεί για μας, αλλά και συμφύρει
τον εαυτό Του με μας. Και όχι μόνο με την πίστη, αλλά και στην
πραγματικότητα μας κάνει σώμα δικό Του... Σκέψου ποιας τιμής αξιώθηκες!
Ποια τράπεζα απολαμβάνεις! Αυτό το οποίο οι άγιοι Άγγελοι όταν το
βλέπουν φρίττουν και δεν τολμούν να το κοιτάξουν χωρίς δέος, εξαιτίας
της λάμψεως που εκπέμπεται από εκεί, με αυτό εμείς τρεφόμαστε, με αυτό
συμφυρόμαστε και έχουμε γίνει ένα σώμα Χριστού και μία σάρκα. Τις
λαλήσει τας δυναστείας Κυρίου, ακουστάς ποιήσει πάσας τας αινέσεις
Αυτού;».
Σε άλλη πάλιν ομιλία του ο θεοφώτιστος Χρυσόστομος, τοποθετεί
στο στόμα του Κυρίου τούτα τα λόγια: «Για σένα, άνθρωπε, εμπτύστηκα,
ραπίστηκα, κενώθηκα από την δόξα, άφησα τον Πατέρα και ήλθα σε σένα που
με μισείς και με αποστρέφεσαι και δεν θέλεις ούτε το όνομα μου να
ακούσεις. Έτρεξα προς εσένα και σε κατεδίωξα, για να σε κάμω δικό μου.
Σε ένωσα και σε συνέδεσα με τον εαυτό μου. Σου είπα: Φάγε το Σώμα μου
και πιες το Αίμα μου. Και στον ουρανό σε έχω και κάτω στην γη είμαι
ενωμένος μαζί σου... Όχι απλώς συνδέομαι μαζί σου, αλλά συμπλέκομαι,
τρώγομαι, λεπτύνομαι λίγο-λίγο, για να γίνει μεγαλύτερη η ανάμειξη, η
συμπλοκή και η ένωση. Γιατί εκείνα που ενώνονται διατηρούν τα όρια
τους, εγώ όμως συνυφαίνομαι μαζί σου. Δεν θέλω δηλαδή να υπάρχει κάτι
ανάμεσα μας. Θέλω να είναι ένα τα δύο, Εγώ και συ».
Ανάμεσα στον Χριστό και στον πιστό που άξια κοινωνεί δεν
παρεμβάλλεται πλέον τίποτε. Όλα λιώσανε μέσα στην φωτιά της αγάπης Του.
«Ημείς και ο Χριστός εν εσμέν», λέει ο θεοφόρος Χρυσόστομος. Τόσο
τολμηρά μόνον ένας Άγιος μπορεί να μιλήσει. Και πράγματι έτσι μίλησαν
οι Άγιοι:
Μέλη Χριστού γινόμεθα, μέλη Χριστός ημών δε και χειρ Χριστός και
πους Χριστός εμού του παναθλίου και χειρ Χριστού και πους Χριστού ο
άθλιος εγώ δε... Τις η άμετρος ευσπλαχνία σου Σώτερ;
Με την συμμετοχή μας στην θεία Κοινωνία ενούμεθα με τους
αδελφούς μας και όλοι μαζί οικοδομούμε το Σώμα του Χριστού. Ο Απόστολος
Παύλος γράφει: Ότι είς άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν. Οι γαρ πάντες εκ
του ενός άρτου μετέχομεν. Και ο άγιος Ιωάννης παρατηρεί ότι όπως ο
άγιος Άρτος που κοινωνούμε είναι Σώμα Χριστού, έτσι και όσοι κοινωνούμε
γινόμαστε Σώμα Χριστού. «Όχι πολλά σώματα, άλλα ένα σώμα. Διότι όπως ο
άρτος, ενώ αποτελείται από πολλούς κόκκους, είναι ένας, ώστε πουθενά να
μην φαίνονται οι κόκκοι, ενώ υπάρχουν,... έτσι ενούμεθα και μεταξύ μας
και με τον Χριστό. Διότι δεν τρέφεσαι από άλλο σώμα εσύ και από άλλο
εκείνος, αλλά όλοι από το ίδιο σώμα τρεφόμαστε. Γι’ αυτό και ο
Απόστολος Παύλος προσέθεσε Οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετεχομεν».
Με το μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος γίναμε, κατά Χάριν, παιδιά
του Θεού και μέλη της αγίας οικογενείας Του, της Εκκλησίας. Με την θεία
Κοινωνία τρεφόμαστε με το άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Ο Χριστός,
λέει ο ιερός Χρυσόστομος, «αναμειγνύει τον εαυτόν Του με τον καθένα από
τους πιστούς δια των αγίων Μυστηρίων, δηλαδή δια της θείας Κοινωνίας.
Και εκείνους που γέννησε ο Χριστός δια του αγίου Βαπτίσματος τους
τρέφει με τον εαυτόν Του». Δημιουργείται έτσι μεταξύ των πιστών ένας
δεσμός πνευματικός, δεσμός αγάπης αληθινής. Αυτή η αγάπη πρέπει πάντα
να διακρίνει τους πιστούς στις σχέσεις τους. Λέει σχετικά ο ιερός
Χρυσόστομος: «Εγίναμε κοινωνοί της πνευματικής Τραπέζης. Ας γίνουμε
κοινωνοί και της πνευματικής αγάπης. Διότι αν ληστές μοιράζοντας τα
λάφυρα τους ξεχνούν τους ληστρικούς τρόπους τους, ποια δικαιολογία θα
έχουμε εμείς που συνεχώς κοινωνούμε του αγίου Σώματος του Κυρίου και
δεν μιμούμεθα ούτε των ληστών την ημερότητα; Αν και σε πολλούς
ανθρώπους όχι μόνον η συμμετοχή στην κοινή τράπεζα, αλλά και το ότι
κατάγονται από την ίδια πόλη, υπήρξε αρκετό για να συνάψουν φιλία.
Εμείς όμως οι πιστοί όταν έχουμε την ίδια πόλη και το ίδιο σπίτι και
την ίδια τράπεζα και οδό και θύρα και ρίζα και ζωή και κεφαλή και τον
αυτό ποιμένα και βασιλέα και διδάσκαλο και κριτή και δημιουργό και
πατέρα και όταν όλα τα έχουμε κοινά, ποιας συγχωρήσεως θα ήταν δυνατόν
να τύχουμε, εάν διαιρούμεθα ο ένας από τον άλλο;». Για τους πιστούς που
κοινωνούν το άγιο Σώμα του Χριστού τα πάντα τους ενώνουν, επειδή τους
ενώνει ο Χριστός. Η αγία μας Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και ο
Ναός είναι ο πατρικός μας Οίκος. Όσοι έρχονται στην θεία Λειτουργία
είναι αδελφοί μας εν Χριστώ και η αγάπη πρέπει να υπάρχει πάντα ανάμεσα
μας. Εάν ο Χριστός δίνει για μας το πανάγιο Σώμα Του, οφείλουμε και
μείς από καρδίας να αγαπούμε τους αδελφούς μας και να τους βοηθούμε σε
κάθε τους ανάγκη. Σ’ εκείνους που παρέβλεπαν τους πεινώντας αδελφούς, ο
ιερός Χρυσόστομος απηύθυνε τούτα τα λόγια: «Ο Χριστός έδωσε εξίσου σε
όλους το άγιο Σώμα Του και συ ούτε κοινό ψωμί δεν δίνεις ελεημοσύνη
εξίσου σε όλους;». Αυτό είναι πράξη ανάξια για όσους κοινωνούν τον
Χριστό. Η θεία Λειτουργία είναι η φανέρωση του μυστηρίου της Εκκλησίας.
Η κοινωνία των πιστών είμαστε ο ευλογημένος λαός του Θεού, ενωμένοι
μέσα στην αγάπη του Χριστού. « Ένα είμαστε όλοι και μεταξύ μας και εν
Χριστώ. Διότι ο Χριστός είναι ο σύνδεσμος της ενότητας, επειδή είναι
ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος», γράφει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας.
Δια της σαρκώσεως Του ο Χριστός «εκκλησίας σάρκα ανέλαβε» και
«ήρθε στο δικό της σπίτι. Την βρήκε λερωμένη, λιγδωμένη, γυμνή,
βουτηγμένη στα αίματα και την έλουσε (με το Βάπτισμα), την άλειψε με
αρώματα (με το Χρίσμα), την έθρεψε (με την θεία Κοινωνία) και την
έντυσε ιμάτιο που όμοιο του δεν είναι δυνατόν να βρεθεί: Αυτός ο Ίδιος
έγινε στολή της και την πήρε από το χέρι και την ανεβάζει στα ύψη». Την
οδηγεί στην ουράνιο Βασιλεία όπου ιερουργείται η θεία Λειτουργία.
Την Κυριακή 6 Δεκεμβρίου ανήμερα της εορτής του Αγίου Νικολάου, ο Σεβασμιότατος Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Γερμανίας κ. Αυγουστίνος τέλεσε τη Θεία Λειτουργία στον ιερό ναό μας στο Αννόβερο.
Ο Γενικός Πρόξενος κ. Δημήτριος Ιωάννου απαγγέλει το "Σύμβολον της Πίστεως".
Στην αίθουσα του Ενοριακού Κέντρου.
'Αποψη της αίθουσας με τον χριστουγεννιάτικο διάκοσμο.
Ο 'Αγιος Νικόλαος, Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, ο Θαυματουργός, είναι από τους πλέον αγαπητούς Αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Αμέτρητοι ναοί έχουν κτισθεί προς τιμήν του και πλήθη λαού σπεύδουν να τον τιμήσουν και να ζητήσουν τη μεσιτεία του προς τον Κύριο.
Γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας γύρω στα 250 μ.Χ. από ευσεβείς και πλούσιους γονείς, οι οποίοι τον ανέθρεψαν "εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου".
Βρέφος ακόμη απέδειξε ότι είχε τη χάρη του Θεού. Με θαυμαστό τρόπο στάθηκε όρθιος την ώρα του λουτρού χωρίς καμία βοήθεια. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή θήλαζε μόνο μια φορά την ημέρα και μάλιστα μετά τη δύση του ηλίου.
Πολύ νωρίς ο Κύριος κάλεσε κοντά του τους δύο γονείς του και ο ίδιος, έχοντας πάντοτε οδηγό τη ρήση του Ευαγγελίου "δότε Ελεημοσύνην", μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και αφωσιώθηκε ολοκληρωτικά στη Λατρεία του Υψίστου.
Είναι γνωστή και αξιοθαύμαστη η ενέργεια του αυτή να βοηθήσει νύχτα και κρυφά τις τρεις αδελφές με αξιόλογο χρηματικό ποσό, για να μην αναγκαστούν, λόγω της φτώχιας τους, να παρασυρθούν στην ατίμωση.
Κινούμενος ο Νικόλαος από Ιερό πόθο, αποφάσισε να ταξιδέψει για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους. Καθώς έπλεε το πλοίο, άρχισαν να πνέουν σφοδρότατοι άνεμοι καιξέσπασε μεγάλη τρικυμία. Επιβάτες και πλήρωμα έχασαν την ψυχραιμία τους και περίμεναν να καταποντισθούν.
Ο Νικόλαος όμως γονατιστός προσευχήθηκε με θέρμη προς τον Κύριο και το θαύμα έγινε. Οι άνεμοι έπαυσαν και η θάλασσα αμέσως γαλήνεψε. Όμως κάποιος ναύτης, που ήταν στο κατάρτι, γλίστρησε και έπεσε στο κατάστρωμα νεκρός. Όλοι στενοχωρήθηκαν, που χάθηκε ένας άνθρωπος. Χάρη όμως στις θερμές προσευχές του Αγίου ο ναύτης αναστήθηκε, σαν να ξύπνησε από βαθύ ύπνο.
Μετά το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους επέστρεψε στα Πάταρα, όπου ζούσε με οσιότητα και δικαιοσύνη. Ο Θεός τον αξίωσε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος και μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος.
Έτρεφε μεγάλη αγάπη για τους φτωχούς και τους αδυνάτους. Ίδρυσε στην αρχιεπισκοπή του φτωχοκομείο, ξενώνα, νοσοκομείο και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Στις δύσκολες στιγμές των διωγμών του Διοκλητιανού εμψύχωνε το ποίμνιο του και ιδιαίτερα τους νέους. Γι' αυτό συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και βασανίζεται. Υπομένει όμως όλες τις διώξεις και τις ταλαιπωρίες προς δόξαν Κυρίου.
Μετά την κατάπαυση των διωγμών από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο αναλαμβάνει και πάλι το ποιμαντικό του έργο στα Μύρα.
Το 325 μ.Χ. λαμβάνει μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας, και καταπολεμεί με θάρρος και τόλμη τις κακοδοξίες του Αρείου. Υπερασπίζεται με σθένος την Ορθοδοξία και αναδεικνύεται "κανών πίστεως" και διδάσκαλος του Ευαγγελίου. Για την ενίσχυση του εμφανίστηκε ο ίδιος ο Χριστός και του έδωσε ευαγγέλιο και η Μητέρα Παναγία, που του χάρισε ωμοφόριο.
Όταν επέστρεψε απο τη Σύνοδο, συνέχισε το ποιμαντικό του έργο μέχρι τα βαθιά γεράματα, οπότε και παρέδωσε το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό το 330 μ.Χ.
Ο Κύριος τον τίμησε ιδιαίτερα για την ενάρετη χριστιανική ζωή του, που τη διέκρινε η βαθιά πίστη στον Παντοδύναμο Θεό και η ανεκτίμητη αγάπη του για τον άνθρωπο. Τον ανέδειξε ποταμό ιαμάτων και πηγή θαυμάτων. Θαυματουργούσε όταν ζούσε αλλά και μετά την κοίμηση του τα θαύματα του είναι αναρίθμητα.
Το έτος 1087, λόγω ταραχών, έγινε η μετακομιδή των ιερών λειψάνων του από τα Μυρά στο Μπάρι της Ιταλίας. Κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας έτρεχε τόσο πολύ μύρο από τα ιερά λείψανα, που οι πιστοί το μάζευαν σε δοχεία για θεραπεία από διάφορες αρρωστιές, αρκετοί μάλιστα λιποθυμούσαν απο την ευωδία του.
Με τα ωραιότερα εγκώμια τον τιμά η Εκκλησία. "Κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητος, εγκρατείας διδάσκαλον" τον ονομάζει ο υμνωδώς και "ποιμένα μέγαν" τον αποκαλεί. Ανατολή και Δύση του αναγνωρίζουν ξεχωριστή θέση μεταξύ των Αγίων. Με εξαιρετική λαμπρότητα και δόξα τιμάται από τους Ρώσσους.
Ο 'Αγιος Νικόλαος είναι ο μεγάλος προστάτης των ναυτικών. Στο τιμόνι, στην πλώρη κάθε πλοίου είναι η εικόνα του. Αμέτρητοι είναι οι ναοί στα λιμάνια, στα νησιά και στα ακρωτήρια, που φέρουν το όνομα του, τάματα των ναυτικών σε δύσκολες στιγμές, που τον επικαλούνται: 'Αϊ-Νικόλα, βοήθα με!
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου και την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του στις 20 Μαΐου, αλλά και κάθε Πέμπτη ψάλλονται στον 'Αγιο Νικόλαο ωραιότατοι ύμνοι, διότι η Πέμπτη ημέρα της εβδομάδας είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στους δώδεκα αποστόλους και στον 'Αγιο Νικόλαο.